νεόνυμφος: Difference between revisions

From LSJ

ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation

Source
(8)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=neonymfos
|Transliteration C=neonymfos
|Beta Code=neo/numfos
|Beta Code=neo/numfos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">newly married</b>, Sostrat. ap. Stob.4.20.70, <span class="title">Supp.Epigr.</span>3.216 (ii/i B.C.), <span class="title">IG</span>12(5).472 (Oliaros, i A.D.), Plu.2.310e, f.l. for [[νεόψηφος]] in <span class="bibl">Suet. <span class="title">Ner.</span>39</span>.</span>
|Definition=νεόνυμφον, [[newly married]], Sostrat. ap. Stob.4.20.70, ''Supp.Epigr.''3.216 (ii/i B.C.), ''IG''12(5).472 (Oliaros, i A.D.), Plu.2.310e, [[falsa lectio|f.l.]] for [[νεόψηφος]] in Suet. ''Ner.''39.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0243.png Seite 243]] neu vermählt; Schol. Ar. Ran. 519; [[κόρη]], Luc. Asin. 34.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[nouvellement marié]].<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[νύμφη]].
}}
{{elru
|elrutext='''νεόνυμφος:''' [[недавно вступивший в брак]] ([[κόρη]] Luc.).
}}
{{ls
|lstext='''νεόνυμφος''': -ον, ὁ νεωστὶ εἰς γάμον ἐλθών, Σώκρατ. παρὰ Στοβ. 403. 50, Πλούτ. 2. 310Ε.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο, θηλ. και νιόνυφη (ΑΜ [[νεόνυμφος]], -ον, Μ και νεόνυφος, -ον, Μ θηλ. και νεόνυμφη και νεόνυφη)<br />αυτός που [[μόλις]] έχει συζευχθεί<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οι νεόνυμφοι</i><br />νιόπαντρο [[ζευγάρι]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ νεόνυμφη</i><br />α) νιόπαντρη [[κοπέλα]], η [[σύζυγος]]<br />β) αυτή που πρόκειται να παντρευτεί, η [[μνηστή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>νυμφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[νύμφη]]), [[πρβλ]]. [[μελλόνυμφος]]].
}}
}}

Latest revision as of 10:55, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεόνυμφος Medium diacritics: νεόνυμφος Low diacritics: νεόνυμφος Capitals: ΝΕΟΝΥΜΦΟΣ
Transliteration A: neónymphos Transliteration B: neonymphos Transliteration C: neonymfos Beta Code: neo/numfos

English (LSJ)

νεόνυμφον, newly married, Sostrat. ap. Stob.4.20.70, Supp.Epigr.3.216 (ii/i B.C.), IG12(5).472 (Oliaros, i A.D.), Plu.2.310e, f.l. for νεόψηφος in Suet. Ner.39.

German (Pape)

[Seite 243] neu vermählt; Schol. Ar. Ran. 519; κόρη, Luc. Asin. 34.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
nouvellement marié.
Étymologie: νέος, νύμφη.

Russian (Dvoretsky)

νεόνυμφος: недавно вступивший в брак (κόρη Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

νεόνυμφος: -ον, ὁ νεωστὶ εἰς γάμον ἐλθών, Σώκρατ. παρὰ Στοβ. 403. 50, Πλούτ. 2. 310Ε.

Greek Monolingual

-η, -ο, θηλ. και νιόνυφη (ΑΜ νεόνυμφος, -ον, Μ και νεόνυφος, -ον, Μ θηλ. και νεόνυμφη και νεόνυφη)
αυτός που μόλις έχει συζευχθεί
νεοελλ.
(το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι νεόνυμφοι
νιόπαντρο ζευγάρι
μσν.
το θηλ. ως ουσ. ἡ νεόνυμφη
α) νιόπαντρη κοπέλα, η σύζυγος
β) αυτή που πρόκειται να παντρευτεί, η μνηστή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -νυμφος (< νύμφη), πρβλ. μελλόνυμφος].