εὐνουχίζω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=evnouchizo
|Transliteration C=evnouchizo
|Beta Code=eu)nouxi/zw
|Beta Code=eu)nouxi/zw
|Definition=[[castrate]], τινα <span class="bibl"><span class="title">Ev.Matt.</span>19.12</span> (Act. and Pass.), <span class="bibl">Luc.<span class="title">Sat.</span> 12</span>, etc.; γυναῖκας <span class="bibl">Xanth.19</span>: metaph., γῆν Philostr.V A6.42; φάρμακον Archig. ap.<span class="bibl">Orib.8.2.8</span>:—Pass., Gal.4.570, <span class="bibl">D.C.68.2</span>.
|Definition=[[castrate]], τινα ''Ev.Matt.''19.12 (Act. and Pass.), Luc.''Sat.'' 12, etc.; γυναῖκας Xanth.19: metaph., γῆν Philostr.V A6.42; φάρμακον Archig. ap.Orib.8.2.8:—Pass., Gal.4.570, D.C.68.2.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=rendre eunuque, châtrer, mutiler.<br />'''Étymologie:''' [[εὐνοῦχος]].
|btext=[[rendre eunuque]], [[châtrer]], [[mutiler]].<br />'''Étymologie:''' [[εὐνοῦχος]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὐνουχίζω:''' [[делать евнухом]], [[оскоплять]] (τινά Luc., NT).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[μουνουχίζω]] (ΑΜ [[εὐνουχίζω]]) [[ευνούχος]]<br />[[αφαιρώ]] ή [[καταστρέφω]] τους γεννητικούς αδένες κάποιου, [[καθιστώ]] κάποιον ευνούχο, [[στειρώνω]] («εἰσὶν εὐνοῦχοι οἵτινες εὐνούχισαν ἑαυτοὺς διὰ τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανών», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br />(μτφ. για τη γη) [[μεταβάλλω]] σε άγονο («εὐνουχίζειν γῆν», Φιλόστρ.)<br /><b>2.</b> (μτφ. για [[φάρμακο]]) [[αφαιρώ]] τη δραστικότητά του<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[εὐνουχίζω]] ἑμαυτόν» — συγκρατούμαι, [[εγκρατεύομαι]], [[απέχω]] από [[κάτι]].
|mltxt=και [[μουνουχίζω]] (ΑΜ [[εὐνουχίζω]]) [[ευνούχος]]<br />[[αφαιρώ]] ή [[καταστρέφω]] τους γεννητικούς αδένες κάποιου, [[καθιστώ]] κάποιον ευνούχο, [[στειρώνω]] («εἰσὶν εὐνοῦχοι οἵτινες εὐνούχισαν ἑαυτοὺς διὰ τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανών», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br />(μτφ. για τη γη) [[μεταβάλλω]] σε άγονο («εὐνουχίζειν γῆν», Φιλόστρ.)<br /><b>2.</b> (μτφ. για [[φάρμακο]]) [[αφαιρώ]] τη δραστικότητά του<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[εὐνουχίζω]] ἑμαυτόν» — συγκρατούμαι, [[εγκρατεύομαι]], [[απέχω]] από [[κάτι]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὐνουχίζω:''' [[делать евнухом]], [[оскоплять]] (τινά Luc., NT).
}}
}}
{{Chinese
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':eÙnouc⋯zw 由恩烏希索<br />'''詞類次數''':動詞(2)<br />'''原文字根''':閹割<br />'''字義溯源''':去勢,閹割,閹;源自([[εὐνοῦχος]])=去勢的人);由([[εὐμετάδοτος]])X*=床,基)與([[ἔχω]])*=持)組成<br />'''出現次數''':總共(2);太(2)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 閹的(2) 太19:12; 太19:12
|sngr='''原文音譯''':eÙnouc⋯zw 由恩烏希索<br />'''詞類次數''':動詞(2)<br />'''原文字根''':閹割<br />'''字義溯源''':去勢,閹割,閹;源自([[εὐνοῦχος]])=去勢的人);由([[εὐμετάδοτος]])X*=床,基)與([[ἔχω]])*=持)組成<br />'''出現次數''':總共(2);太(2)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 閹的(2) 太19:12; 太19:12
}}
}}

Latest revision as of 10:57, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐνουχίζω Medium diacritics: εὐνουχίζω Low diacritics: ευνουχίζω Capitals: ΕΥΝΟΥΧΙΖΩ
Transliteration A: eunouchízō Transliteration B: eunouchizō Transliteration C: evnouchizo Beta Code: eu)nouxi/zw

English (LSJ)

castrate, τινα Ev.Matt.19.12 (Act. and Pass.), Luc.Sat. 12, etc.; γυναῖκας Xanth.19: metaph., γῆν Philostr.V A6.42; φάρμακον Archig. ap.Orib.8.2.8:—Pass., Gal.4.570, D.C.68.2.

German (Pape)

[Seite 1084] zum Verschnittenen machen, entmannen, Luc. Cronos. 12. – Pass., D. Csss. 68, 2; auch γυναῖκας, Ath. XII, 515 c.

French (Bailly abrégé)

rendre eunuque, châtrer, mutiler.
Étymologie: εὐνοῦχος.

Russian (Dvoretsky)

εὐνουχίζω: делать евнухом, оскоплять (τινά Luc., NT).

Greek (Liddell-Scott)

εὐνουχίζω: ὡς καὶ νῡν, ἀποτέμνω τὰ γεννητικὰ μόριά τινος, καθιστῶ αὐτὸν εὐνοῦχον, τοὺς δὲ πλουσίους μὴ εὐνουχίζων Λουκ. Κρονοσόλων 12· εὐν. ἑαυτὸν τῆς ἐπιθυμίας Κλήμ. Ἀλ. 538: - Παθ., Δίων Κ. 68. 2: - ῥηματ. ἐπίθ., εὐνουχιστέον τοὺς μόσχους Γεωπ. 17. 8, 2.

English (Strong)

from εὐνοῦχος; to castrate (figuratively, live unmarried): makeeunuch.

English (Thayer)

1st aorist ἐυνουχισα; 1st aorist passive ἐυνουχίσθην; (on the augment cf. Buttmann, 34 (30); WH s Appendix, p. 162); to castrate, unman: passive ὑπό τίνος, ἐυνουχίζειν ἑαυτόν, to make oneself a eunuch, viz. by abstaining (like a eunuch) from marriage, Josephus, Antiquities 10,2, 2; Lucian, Dio Cassius, others.)

Greek Monolingual

και μουνουχίζω (ΑΜ εὐνουχίζω) ευνούχος
αφαιρώ ή καταστρέφω τους γεννητικούς αδένες κάποιου, καθιστώ κάποιον ευνούχο, στειρώνω («εἰσὶν εὐνοῦχοι οἵτινες εὐνούχισαν ἑαυτοὺς διὰ τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανών», ΚΔ)
αρχ.
(μτφ. για τη γη) μεταβάλλω σε άγονο («εὐνουχίζειν γῆν», Φιλόστρ.)
2. (μτφ. για φάρμακο) αφαιρώ τη δραστικότητά του
3. φρ. «εὐνουχίζω ἑμαυτόν» — συγκρατούμαι, εγκρατεύομαι, απέχω από κάτι.

Chinese

原文音譯:eÙnouc⋯zw 由恩烏希索
詞類次數:動詞(2)
原文字根:閹割
字義溯源:去勢,閹割,閹;源自(εὐνοῦχος)=去勢的人);由(εὐμετάδοτος)X*=床,基)與(ἔχω)*=持)組成
出現次數:總共(2);太(2)
譯字彙編
1) 閹的(2) 太19:12; 太19:12