συνάλλομαι: Difference between revisions

From LSJ

ὥσπερ λίθοι τε καὶ πλίνθοι καὶ ξύλα καὶ κέραμος, ἀτάκτως μὲν ἐρριμμένα οὐδὲν χρήσιμά ἐστιν → just as stones and bricks, woodwork and tiles, tumbled together in a heap are of no use at all (Xenophon, Memorabilia 3.1.7)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=synallomai
|Transliteration C=synallomai
|Beta Code=suna/llomai
|Beta Code=suna/llomai
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[leap together]], <span class="bibl">Luc.<span class="title">Anach.</span>4</span>; of a horse, [[falsa lectio|f.l.]] in Plu. 2.970e. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[start back with terror]], <span class="bibl">Artem.1.57</span>.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[leap together]], Luc.''Anach.''4; of a horse, [[falsa lectio|f.l.]] in Plu. 2.970e.<br><span class="bld">II</span> [[start back with terror]], Artem.1.57.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 16: Line 16:
|btext=sauter ensemble <i>ou</i> avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἅλλομαι]].
|btext=sauter ensemble <i>ou</i> avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἅλλομαι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συνάλλομαι''': ἀποθ., [[ἅλλομαι]], πηδῶ [[ὁμοῦ]] μετά τινος, ἐς τὸ ἄνω συναλλόμενος Λουκ. Ἀνάχ. 4: ἐπὶ ἵππου, τοῖς ἄλλοις (δηλ. ἵπποις) συνήλλετο Πλούτ. 2. 970D. ΙΙ. πηδῶ πρὸς τὰ [[ὀπίσω]] μετὰ φόβου, συνάλλεσθαι φαμὲν καὶ τοὺς ἀνιωμένους ἐπὶ τοῖς προσπεσοῦσιν αἰφνίδιον Ἀρτεμίδ. 1. 29.
|elnltext=συν-άλλομαι samen omhoog springen. Luc. 37.4.
}}
{{elru
|elrutext='''συνάλλομαι:''' [[одновременно прыгать]] Plut., Luc.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''συνάλλομαι:''' αποθ., [[πραγματοποιώ]] [[άλμα]] από κοινού, [[τρομάζω]], σε Λουκ.
|lsmtext='''συνάλλομαι:''' αποθ., [[πραγματοποιώ]] [[άλμα]] από κοινού, [[τρομάζω]], σε Λουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συνάλλομαι:''' [[одновременно прыгать]] Plut., Luc.
|lstext='''συνάλλομαι''': ἀποθ., [[ἅλλομαι]], πηδῶ [[ὁμοῦ]] μετά τινος, ἐς τὸ ἄνω συναλλόμενος Λουκ. Ἀνάχ. 4: ἐπὶ ἵππου, τοῖς ἄλλοις (δηλ. ἵπποις) συνήλλετο Πλούτ. 2. 970D. ΙΙ. πηδῶ πρὸς τὰ [[ὀπίσω]] μετὰ φόβου, συνάλλεσθαι φαμὲν καὶ τοὺς ἀνιωμένους ἐπὶ τοῖς προσπεσοῦσιν αἰφνίδιον Ἀρτεμίδ. 1. 29.
}}
{{elnl
|elnltext=συν-άλλομαι samen omhoog springen. Luc. 37.4.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=Dep. to [[leap]] [[together]], Luc.
|mdlsjtxt=Dep. to [[leap]] [[together]], Luc.
}}
}}

Latest revision as of 10:58, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνάλλομαι Medium diacritics: συνάλλομαι Low diacritics: συνάλλομαι Capitals: ΣΥΝΑΛΛΟΜΑΙ
Transliteration A: synállomai Transliteration B: synallomai Transliteration C: synallomai Beta Code: suna/llomai

English (LSJ)

A leap together, Luc.Anach.4; of a horse, f.l. in Plu. 2.970e.
II start back with terror, Artem.1.57.

German (Pape)

[Seite 999] (s. ἅλλομαι), dep. med., mit- od. zusammenspringen, Luc. gymn. 4; – vor Schrecken zusammenfahren, Artemid. 1, 29.

French (Bailly abrégé)

sauter ensemble ou avec, τινι.
Étymologie: σύν, ἅλλομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-άλλομαι samen omhoog springen. Luc. 37.4.

Russian (Dvoretsky)

συνάλλομαι: одновременно прыгать Plut., Luc.

Greek Monolingual

Α
1. πηδώ μαζί με κάποιον
2. πηδώ με φόβο προς τα πίσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἅλλομαι «πηδώ, σκιρτώ»].

Greek Monotonic

συνάλλομαι: αποθ., πραγματοποιώ άλμα από κοινού, τρομάζω, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

συνάλλομαι: ἀποθ., ἅλλομαι, πηδῶ ὁμοῦ μετά τινος, ἐς τὸ ἄνω συναλλόμενος Λουκ. Ἀνάχ. 4: ἐπὶ ἵππου, τοῖς ἄλλοις (δηλ. ἵπποις) συνήλλετο Πλούτ. 2. 970D. ΙΙ. πηδῶ πρὸς τὰ ὀπίσω μετὰ φόβου, συνάλλεσθαι φαμὲν καὶ τοὺς ἀνιωμένους ἐπὶ τοῖς προσπεσοῦσιν αἰφνίδιον Ἀρτεμίδ. 1. 29.

Middle Liddell

Dep. to leap together, Luc.