παλίμβαμος: Difference between revisions
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=palimvamos | |Transliteration C=palimvamos | ||
|Beta Code=pali/mbamos | |Beta Code=pali/mbamos | ||
|Definition= | |Definition=παλίμβαμον, ([[βαίνω]]) [[walking back]], <b class="b3">ἱστῶν παλίμβαμοι ὁδοί</b>, of women working at the loom, since they had to walk to and fro from side to side, Pi.''P.''9.18. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=παλίμβαμος -ον [[[πάλιν]], [[βαίνω]]] [[heen en weer lopend]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 10:59, 25 August 2023
English (LSJ)
παλίμβαμον, (βαίνω) walking back, ἱστῶν παλίμβαμοι ὁδοί, of women working at the loom, since they had to walk to and fro from side to side, Pi.P.9.18.
German (Pape)
[Seite 448] zurück-, hin- u. wiedergehend, ἱστῶν παλιμβάμους ὁδούς, Pind. P. 9, 18.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui va et vient.
Étymologie: πάλιν, βῆμα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παλίμβαμος -ον [πάλιν, βαίνω] heen en weer lopend.
Russian (Dvoretsky)
πᾰλίμβᾱμος: движущийся туда и обратно (ἱστῶν ὁδοί Pind.).
English (Slater)
πᾰλίμβᾱμος, -ον in which one goes to and fro ἁ μὲν οὔθ' ἱστῶν παλιμβάμους ἐφίλησεν ὁδούς (P. 9.18)
Greek Monolingual
παλίμβαμος, -ον (Α)
1. αυτός που προχωρεί προς τα πίσω
2. φρ. «ἱστῶν παλιμβάμους ὁδούς» — λεγόταν για γυναίκες που ύφαιναν, γιατί καθώς ύφαιναν όρθιες πήγαιναν προς τα εμπρός και πάλι γύριζαν πίσω (Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -βᾶμος (< βᾶμα / βῆμα), πρβλ. χορταιόβαμος].
Greek Monotonic
πᾰλίμβᾱμος: -ον (βαίνω), παλινδρομικός, ἱστῶν παλίμβαμοι ὁδοί, λέγεται για γυναίκες που δουλεύουν στον αργαλειό, σε Πίνδ.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλίμβᾱμος: -ον, (βαίνω) παλιμπόρευτος, ἱστῶν παλίμβαμοι ὁδοί, ἐπὶ ὑφαινουςῶν γυναικῶν, διότι ὑφαίνουσαι ὀρθαὶ ἐπορεύοντο πρὸς τὰ ἐμπρὸς καὶ πάλιν ὑπέστρεφον, ὡς τὸ Ὁμηρικὸν «ἱστὸν ἐποιχομένην», Πινδ. Π. 9. 33, ἴδε Donaldson ἐν τόπῳ.
Middle Liddell
πᾰλίμ-βᾱμος, ον, βαίνω
walking back, ἱστῶν παλίμβαμοι ὁδοί, of women working at the loom, Pind.