ἱμαῖος: Difference between revisions
Ἡ κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel
(6_12) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(12 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=imaios | |Transliteration C=imaios | ||
|Beta Code=i(mai=os | |Beta Code=i(mai=os | ||
|Definition=[ | |Definition=[ῐ], α, ον, ([[ἱμάω]]) of or for [[draw]]ing [[water]], [[ἱμαῖον]] (''[[sc.]]'' [[μέλος]]) [[song]] of the [[draw]]-[[well]], Call.''Hec.''1.4.12, cf. Trypho ap. Ath.14.618d. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1252.png Seite 1252]] zum Wasserschöpfen gehörig; sc. [[μέλος]], τό, Brunnenschöpferlied, Callim. frg. bei Schol. Ar. Ran. 1297, τὸ [[ᾆσμα]], ὃ ᾄδουσιν οἱ ἀντληταὶ ἱμαῖον; Suid.; bei Ath. XIV, 619 b wird [[ἱμαῖος]] ᾠδὴ μυλωθρῶν u. 618 e aus Sophron [[ἱμαῖος]] ἡ [[ἐπιμύλιος]] καλουμένη, ein Müllerlied, erwähnt, [[ἴσως]] ἀπὸ τῆς ἱμαλίδος, vielleicht mit Ilgen Scol. p. XXII [[ἱμάλιος]] zu schreiben; Hesych. erkl. [[ἱμαῖος]] ῲδή, [[ἐπιμύλιος]] ἢ ἐπανταῖος, wo man am wahrscheinlichsten [[ἐπαντλαῖος]] vermuthet. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1252.png Seite 1252]] zum Wasserschöpfen gehörig; ''[[sc.]]'' [[μέλος]], τό, Brunnenschöpferlied, Callim. frg. bei Schol. Ar. Ran. 1297, τὸ [[ᾆσμα]], ὃ ᾄδουσιν οἱ ἀντληταὶ ἱμαῖον; Suid.; bei Ath. XIV, 619 b wird [[ἱμαῖος]] ᾠδὴ μυλωθρῶν u. 618 e aus Sophron [[ἱμαῖος]] ἡ [[ἐπιμύλιος]] καλουμένη, ein Müllerlied, erwähnt, [[ἴσως]] ἀπὸ τῆς ἱμαλίδος, vielleicht mit Ilgen Scol. p. XXII [[ἱμάλιος]] zu schreiben; Hesych. erkl. [[ἱμαῖος]] ῲδή, [[ἐπιμύλιος]] ἢ ἐπανταῖος, wo man am wahrscheinlichsten [[ἐπαντλαῖος]] vermuthet. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἱμαῖος''': ῐ, -α, -ον, ([[ἱμάω]]) ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ἄντλησιν ὕδατος· οὐσ., «τὸ ᾆσμα ὃ ᾄδουσιν οἱ ἀντληταὶ» (Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 1293)· ἀείδει καὶ που τις ἀνὴρ ὑδατηγὸς ἱμαῖον Καλλ. Ἀποσπ. 42, πρβλ. Τρύφωνα παρ’ Ἀθην. 618Ε κἑξ., Ilgen Προοίμ. Σχολ. 5· [[οὕτως]], ἱμονιοστρόφου [[μέλη]] Ἀριστοφ. Βάτρ. 1293. - [[Κατὰ]] Σουΐδ. «ἱμαῖον ᾆσμα, τὸ ἐπὶ τῇ ἀντλήσει λεγόμενον, παρὰ τὸ ἱμᾶν. οἱ δὲ τὸ μυλωθρικὸν» καὶ καθ’ Ἡσύχ. «[[ἱμαῖος]]· ᾠδὴ [[ἐπιμύλιος]], καὶ ἐπαντ(λ)αῖος, καὶ [[ἐπίνοστος]]». | |lstext='''ἱμαῖος''': ῐ, -α, -ον, ([[ἱμάω]]) ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ἄντλησιν ὕδατος· οὐσ., «τὸ ᾆσμα ὃ ᾄδουσιν οἱ ἀντληταὶ» (Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 1293)· ἀείδει καὶ που τις ἀνὴρ ὑδατηγὸς ἱμαῖον Καλλ. Ἀποσπ. 42, πρβλ. Τρύφωνα παρ’ Ἀθην. 618Ε κἑξ., Ilgen Προοίμ. Σχολ. 5· [[οὕτως]], ἱμονιοστρόφου [[μέλη]] Ἀριστοφ. Βάτρ. 1293. - [[Κατὰ]] Σουΐδ. «ἱμαῖον ᾆσμα, τὸ ἐπὶ τῇ ἀντλήσει λεγόμενον, παρὰ τὸ ἱμᾶν. οἱ δὲ τὸ μυλωθρικὸν» καὶ καθ’ Ἡσύχ. «[[ἱμαῖος]]· ᾠδὴ [[ἐπιμύλιος]], καὶ ἐπαντ(λ)αῖος, καὶ [[ἐπίνοστος]]». | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἱμαῖος, -α, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται στην [[άντληση]] του νερού<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἱμαῖον</i> (ενν. [[μέλος]])<br />εργατικό [[τραγούδι]] [[κατά]] την [[άντληση]] νερού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με τον τ. [[ἱμάς]], -<i>άντος</i> και προέρχεται πιθ. από <i>ἱμᾶ</i> ([[πρβλ]]. [[ιμάντας]])]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:01, 25 August 2023
English (LSJ)
[ῐ], α, ον, (ἱμάω) of or for drawing water, ἱμαῖον (sc. μέλος) song of the draw-well, Call.Hec.1.4.12, cf. Trypho ap. Ath.14.618d.
German (Pape)
[Seite 1252] zum Wasserschöpfen gehörig; sc. μέλος, τό, Brunnenschöpferlied, Callim. frg. bei Schol. Ar. Ran. 1297, τὸ ᾆσμα, ὃ ᾄδουσιν οἱ ἀντληταὶ ἱμαῖον; Suid.; bei Ath. XIV, 619 b wird ἱμαῖος ᾠδὴ μυλωθρῶν u. 618 e aus Sophron ἱμαῖος ἡ ἐπιμύλιος καλουμένη, ein Müllerlied, erwähnt, ἴσως ἀπὸ τῆς ἱμαλίδος, vielleicht mit Ilgen Scol. p. XXII ἱμάλιος zu schreiben; Hesych. erkl. ἱμαῖος ῲδή, ἐπιμύλιος ἢ ἐπανταῖος, wo man am wahrscheinlichsten ἐπαντλαῖος vermuthet.
Greek (Liddell-Scott)
ἱμαῖος: ῐ, -α, -ον, (ἱμάω) ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ἄντλησιν ὕδατος· οὐσ., «τὸ ᾆσμα ὃ ᾄδουσιν οἱ ἀντληταὶ» (Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 1293)· ἀείδει καὶ που τις ἀνὴρ ὑδατηγὸς ἱμαῖον Καλλ. Ἀποσπ. 42, πρβλ. Τρύφωνα παρ’ Ἀθην. 618Ε κἑξ., Ilgen Προοίμ. Σχολ. 5· οὕτως, ἱμονιοστρόφου μέλη Ἀριστοφ. Βάτρ. 1293. - Κατὰ Σουΐδ. «ἱμαῖον ᾆσμα, τὸ ἐπὶ τῇ ἀντλήσει λεγόμενον, παρὰ τὸ ἱμᾶν. οἱ δὲ τὸ μυλωθρικὸν» καὶ καθ’ Ἡσύχ. «ἱμαῖος· ᾠδὴ ἐπιμύλιος, καὶ ἐπαντ(λ)αῖος, καὶ ἐπίνοστος».
Greek Monolingual
ἱμαῖος, -α, -ον (Α)
1. αυτός που αναφέρεται στην άντληση του νερού
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἱμαῖον (ενν. μέλος)
εργατικό τραγούδι κατά την άντληση νερού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. ἱμάς, -άντος και προέρχεται πιθ. από ἱμᾶ (πρβλ. ιμάντας)].