κάπος: Difference between revisions

From LSJ

Χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → When a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him

Euripides, Alcestis 109-11
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kapos
|Transliteration C=kapos
|Beta Code=ka/pos
|Beta Code=ka/pos
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[breath]], <span class="bibl">Eust.1280.34</span>, Hsch.:—also κάπυς, Id.; κάφος, Eust. l.c. κάπουπλος· <b class="b3">ῥάρυγξ</b>, Hsch.</span>
|Definition=ὁ, [[breath]], Eust.1280.34, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]:—also [[κάπυς]], Id.; κάφος, Eust. [[l.c.]] κάπουπλος· [[ῥάρυγξ]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[κάπος]] και [[κάπυς]] και [[κάφος]], ὁ (Α)<br />[[πνοή]], [[αναπνοή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>καπ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>καπ</i>-<i>νός</i>)].<br /><b>(II)</b><br />κᾱπος, ὁ (Α)<br />δωρ. τ. του [[κήπος]].<br /><b>(III)</b><br />ο<br /><b>1.</b> ο επικεφαλής, ο [[αρχηγός]]<br /><b>2.</b> (επί αγγλοκρατίας στα Επτάνησα) [[καθένας]] από τους επιστάτες της τάξης οι οποίοι εκτελούσαν και τις εντολές της εξουσίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ιταλ. <i>capo</i>].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[κάπος]] και [[κάπυς]] και [[κάφος]], ὁ (Α)<br />[[πνοή]], [[αναπνοή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>καπ</i>- ([[πρβλ]]. [[καπνός]])].<br /><b>(II)</b><br />κᾱπος, ὁ (Α)<br />δωρ. τ. του [[κήπος]].<br /><b>(III)</b><br />ο<br /><b>1.</b> ο επικεφαλής, ο [[αρχηγός]]<br /><b>2.</b> (επί αγγλοκρατίας στα Επτάνησα) [[καθένας]] από τους επιστάτες της τάξης οι οποίοι εκτελούσαν και τις εντολές της εξουσίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ιταλ. <i>capo</i>].
}}
}}

Latest revision as of 11:04, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάπος Medium diacritics: κάπος Low diacritics: κάπος Capitals: ΚΑΠΟΣ
Transliteration A: kápos Transliteration B: kapos Transliteration C: kapos Beta Code: ka/pos

English (LSJ)

ὁ, breath, Eust.1280.34, Hsch.:—also κάπυς, Id.; κάφος, Eust. l.c. κάπουπλος· ῥάρυγξ, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1323] τό, Hauch, Athem, VLL. Vgl. κάπυς u. κάφος. – Aber κᾶπος dor. = κῆπος.

Greek (Liddell-Scott)

κάπος: καὶ κάφος, ὁ, «τὸ πνεῦμα» Εὐστ. 1280. 34· ὡσαύτως κάπυς Ἡσύχ.

Greek Monolingual

(I)
κάπος και κάπυς και κάφος, ὁ (Α)
πνοή, αναπνοή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. καπ- (πρβλ. καπνός)].
(II)
κᾱπος, ὁ (Α)
δωρ. τ. του κήπος.
(III)
ο
1. ο επικεφαλής, ο αρχηγός
2. (επί αγγλοκρατίας στα Επτάνησα) καθένας από τους επιστάτες της τάξης οι οποίοι εκτελούσαν και τις εντολές της εξουσίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. capo].