συνωνυμία: Difference between revisions
ἄλλαι μὲν βουλαὶ ἀνθρώπων, ἄλλα δὲ Θεὸς κελεύει → man proposes, God disposes | men's wishes are different from what God orders | man's will is often different than God's decisions
(4b) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(16 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=synonymia | |Transliteration C=synonymia | ||
|Beta Code=sunwnumi/a | |Beta Code=sunwnumi/a | ||
|Definition=ἡ, | |Definition=ἡ, [[synonym]], Arist.''Rh.''1404b39, Quint.8.3.16; <b class="b3">ἡ -ία τοῦ δῶμα</b>, i.e. [[οἶκος]], A.D.''Pron.''84.19; cf. Demetr.Lac.''Herc.''1012.22. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{bailly | ||
| | |btext=ας (ἡ) :<br />[[similitude de sens]], [[synonymie]].<br />'''Étymologie:''' [[συνώνυμος]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συνωνῠμία -ας, ἡ [συνώνυμος] [[synonymie]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ἡ, <i>[[Gleichheit]] des Namens</i>, Arist. <i>rhet</i>. 3.2. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{elru | ||
| | |elrutext='''συνωνῠμία:''' ἡ [[синонимия]], [[одноименность]] Arst. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΜΑ [[συνώνυμος]]<br /><b>1.</b> η [[ιδιότητα]] του συνώνυμου, [[ταυτότητα]] ή [[ομοιότητα]] του ονόματος<br /><b>2.</b> <b>(ρητ.)</b> [[σχήμα]] λόγου [[κατά]] το οποίο παρατίθενται αλλεπάλληλα πολλές λέξεις οι οποίες διαφέρουν ως [[προς]] μερικούς δυσδιάκριτους χαρακτήρες, έχουν όμως την [[ίδια]] [[σχεδόν]] [[σημασία]], όπως λ.χ. στον στίχο του Ευριπίδου: <i>λάβετε φέρετε πέμπετ</i>' <i>ἀείρετέ μου</i>... <i>χειρός</i><br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>γλωσσ.</b> η [[σύμπτωση]] τών σημασιών δύο ή περισσότερων λέξεων<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «απλή [[συνωνυμία]]» — λέγεται στην [[περίπτωση]] που δύο άνθρωποι έχουν το ίδιο [[επώνυμο]] [[χωρίς]] να υπάρχει [[μεταξύ]] τους συγγενική [[σχέση]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ομοιότητα]] της σημασίας μιας λέξης με μία [[άλλη]] («ἡ [[συνωνυμία]] | |mltxt=η, ΝΜΑ [[συνώνυμος]]<br /><b>1.</b> η [[ιδιότητα]] του συνώνυμου, [[ταυτότητα]] ή [[ομοιότητα]] του ονόματος<br /><b>2.</b> <b>(ρητ.)</b> [[σχήμα]] λόγου [[κατά]] το οποίο παρατίθενται αλλεπάλληλα πολλές λέξεις οι οποίες διαφέρουν ως [[προς]] μερικούς δυσδιάκριτους χαρακτήρες, έχουν όμως την [[ίδια]] [[σχεδόν]] [[σημασία]], όπως λ.χ. στον στίχο του Ευριπίδου: <i>λάβετε φέρετε πέμπετ</i>' <i>ἀείρετέ μου</i>... <i>χειρός</i><br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>γλωσσ.</b> η [[σύμπτωση]] τών σημασιών δύο ή περισσότερων λέξεων<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «απλή [[συνωνυμία]]» — λέγεται στην [[περίπτωση]] που δύο άνθρωποι έχουν το ίδιο [[επώνυμο]] [[χωρίς]] να υπάρχει [[μεταξύ]] τους συγγενική [[σχέση]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ομοιότητα]] της σημασίας μιας λέξης με μία [[άλλη]] («ἡ [[συνωνυμία]] τοῦ [[δῶμα]] [ενν. ὁ [[οἶκος]]», Απολλ. Δύσκ.). | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συνωνῠμία:''' ἡ, το να έχει [[κάποιος]] το ίδιο όνομα με κάποιον [[άλλο]] ή το να έχει μια [[λέξη]] την [[ίδια]] [[σημασία]] με κάποια [[άλλη]], [[συνωνυμία]], [[ταυτοσημία]], σε Αριστ. | |lsmtext='''συνωνῠμία:''' ἡ, το να έχει [[κάποιος]] το ίδιο όνομα με κάποιον [[άλλο]] ή το να έχει μια [[λέξη]] την [[ίδια]] [[σημασία]] με κάποια [[άλλη]], [[συνωνυμία]], [[ταυτοσημία]], σε Αριστ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''συνωνῠμία''': ἡ, [[ὁμοιότης]] ὀνόματος ἢ τῆς σημασίας λέξεώς τινος πρὸς [[ἄλλην]], Ἀριστ. Ρητορ. 3. 2, 7, κτλ., πρβλ. [[ὁμωνυμία]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=συνωνῠμία, ἡ,<br />a synonym, Arist. [from συνώνῠμος] | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:06, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, synonym, Arist.Rh.1404b39, Quint.8.3.16; ἡ -ία τοῦ δῶμα, i.e. οἶκος, A.D.Pron.84.19; cf. Demetr.Lac.Herc.1012.22.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
similitude de sens, synonymie.
Étymologie: συνώνυμος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνωνῠμία -ας, ἡ [συνώνυμος] synonymie.
German (Pape)
ἡ, Gleichheit des Namens, Arist. rhet. 3.2.
Russian (Dvoretsky)
συνωνῠμία: ἡ синонимия, одноименность Arst.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ συνώνυμος
1. η ιδιότητα του συνώνυμου, ταυτότητα ή ομοιότητα του ονόματος
2. (ρητ.) σχήμα λόγου κατά το οποίο παρατίθενται αλλεπάλληλα πολλές λέξεις οι οποίες διαφέρουν ως προς μερικούς δυσδιάκριτους χαρακτήρες, έχουν όμως την ίδια σχεδόν σημασία, όπως λ.χ. στον στίχο του Ευριπίδου: λάβετε φέρετε πέμπετ' ἀείρετέ μου... χειρός
νεοελλ.
1. γλωσσ. η σύμπτωση τών σημασιών δύο ή περισσότερων λέξεων
2. φρ. «απλή συνωνυμία» — λέγεται στην περίπτωση που δύο άνθρωποι έχουν το ίδιο επώνυμο χωρίς να υπάρχει μεταξύ τους συγγενική σχέση
αρχ.
ομοιότητα της σημασίας μιας λέξης με μία άλλη («ἡ συνωνυμία τοῦ δῶμα [ενν. ὁ οἶκος», Απολλ. Δύσκ.).
Greek Monotonic
συνωνῠμία: ἡ, το να έχει κάποιος το ίδιο όνομα με κάποιον άλλο ή το να έχει μια λέξη την ίδια σημασία με κάποια άλλη, συνωνυμία, ταυτοσημία, σε Αριστ.
Greek (Liddell-Scott)
συνωνῠμία: ἡ, ὁμοιότης ὀνόματος ἢ τῆς σημασίας λέξεώς τινος πρὸς ἄλλην, Ἀριστ. Ρητορ. 3. 2, 7, κτλ., πρβλ. ὁμωνυμία.
Middle Liddell
συνωνῠμία, ἡ,
a synonym, Arist. [from συνώνῠμος]