ἀποχαλάω: Difference between revisions

From LSJ

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=apochalao
|Transliteration C=apochalao
|Beta Code=a)poxala/w
|Beta Code=a)poxala/w
|Definition=[[slack away]], ἀποχάλα τὴν φροντίδ' ἐς τὸν ἀέρα λινόδετον ὥσπερ μηλολόνθην τοῦ ποδός <span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span>762</span>; ἑαυτὸν ἀ. Plu.2.655b([[si vera lectio|s.v.l.]]).
|Definition=[[slack away]], ἀποχάλα τὴν φροντίδ' ἐς τὸν ἀέρα λινόδετον ὥσπερ μηλολόνθην τοῦ ποδός Ar.''Nu.''762; ἑαυτὸν ἀ. Plu.2.655b([[si vera lectio|s.v.l.]]).
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 11:07, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποχᾰλάω Medium diacritics: ἀποχαλάω Low diacritics: αποχαλάω Capitals: ΑΠΟΧΑΛΑΩ
Transliteration A: apochaláō Transliteration B: apochalaō Transliteration C: apochalao Beta Code: a)poxala/w

English (LSJ)

slack away, ἀποχάλα τὴν φροντίδ' ἐς τὸν ἀέρα λινόδετον ὥσπερ μηλολόνθην τοῦ ποδός Ar.Nu.762; ἑαυτὸν ἀ. Plu.2.655b(s.v.l.).

Spanish (DGE)

soltar, dejar libre, relajar τὴν φροντίδα Ar.Nu.762, ἐαυτὸν ... ἀποχαλάσας Plu.2.655b (cj. ap. crít.), tb. en v. med. (τὸ νεῦρον) ἀποχαλᾶσθαι καὶ συστρέφεσθαι Gal.18(1).736.

German (Pape)

[Seite 336] (s. χαλάω), nachlassen, τὴν φροντίδα Ar. Nubb. 752; Plut.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
relâcher.
Étymologie: ἀπό, χαλάω.

Russian (Dvoretsky)

ἀποχᾰλάω: давать волю, отпускать на свободу (τὴν φροντίδα Arph.; ἑαυτόν Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀποχᾰλάω: μέλλ. -άσω [ᾰ], χαλαρώνω καὶ ἀφίνω, ἀποχάλα τὴν φροντίδ’ εἰς τὸν ἀέρα, λινόδετον ὥσπερ μηλολόνθην τοῦ ποδός, (ὡς ποιοῦσι καὶ νῦν ἔτι τὰ παιδία ἐν Κυζίκῳ καὶ πολλαχοῦ τῆς Ἑλλάδος) Ἀριστοφ. Νεφ. 762· ἑαυτὸν δὲ πως ἀποχαλάσας ἀναπληρώσει Πλούτ. 2. 655Β.

Greek Monotonic

ἀποχᾰλάω: μέλ. -άσω [ᾰ], χαλαρώνω και αφήνω ένα σχοινί· ἀποχάλα τὴν φροντίδα, σε Αριστοφ.

Middle Liddell


to slack away a rope: metaph., ἀποχάλα τὴν φροντίδα Ar.