ξιφοδήλητος: Difference between revisions

From LSJ

πάντα χωρεῖ καὶ οὐδὲν μένει καὶ δὶς ἐς τὸν αὐτὸν ποταμὸν οὐκ ἂν ἐμβαίης → all things move and nothing remains still, and you cannot step twice into the same stream

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4, $7$9]")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ksifodilitos
|Transliteration C=ksifodilitos
|Beta Code=cifodh/lhtos
|Beta Code=cifodh/lhtos
|Definition=ον, [[slain by the sword]], <b class="b3">ξ. θάνατος, ἀγῶνες</b>, death [[by the sword]], <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>1528</span>, <span class="bibl"><span class="title">Ch.</span>729</span> (both anap.).
|Definition=ξιφοδήλητον, [[slain by the sword]], <b class="b3">ξ. θάνατος, ἀγῶνες</b>, death [[by the sword]], A.''Ag.''1528, ''Ch.''729 (both anap.).
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 11:10, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῐφοδήλητος Medium diacritics: ξιφοδήλητος Low diacritics: ξιφοδήλητος Capitals: ΞΙΦΟΔΗΛΗΤΟΣ
Transliteration A: xiphodḗlētos Transliteration B: xiphodēlētos Transliteration C: ksifodilitos Beta Code: cifodh/lhtos

English (LSJ)

ξιφοδήλητον, slain by the sword, ξ. θάνατος, ἀγῶνες, death by the sword, A.Ag.1528, Ch.729 (both anap.).

German (Pape)

[Seite 280] mit dem Schwerte getödtet; θάνατος, Tod durch's Schwert, Aesch. Ag. 1510; ἀγῶνες, Ch. 718.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui fait périr par l'épée.
Étymologie: ξίφος, δηλέω.

Russian (Dvoretsky)

ξῐφοδήλητος: убивающий мечом: ξ. θάνατος Aesch. смерть от меча; ξιφοδήλητοι ἀγῶνες Aesch. смертельный бой на мечах.

Greek (Liddell-Scott)

ξῐφοδήλητος: τον, ὁ διὰ ξίφους γινόμενος, ξ. θάνατος, ὁ διὰ ξίφους θάνατος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1528, ἀγῶνες Χο. 729.

Greek Monolingual

ξιφοδήλητος, -ον (Α)
1. αυτός που σκοτώθηκε, που βρήκε τον θάνατο από ξίφος
2. αυτός που προέρχεται από ξίφος, που γίνεται με ξίφος («ξιφοδηλήτῳ θανάτῳ» — με θάνατο που επήλθε από ξίφος).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξίφος + -δήλητος (< δηλοῦμαι «πληγώνω, προξενώ βλάβη»), πρβλ. θεοδήλητος, κεντροδήλητος].

Greek Monotonic

ξῐφοδήλητος: -ον (δηλέομαι), αυτός που σκοτώνεται από ξίφος· ξιφοδήλητος θάνατος, θάνατος που συντελείται από ξίφος, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

ξῐφο-δήλητος, ον, δηλέομαι
slain by the sword, ξ. θάνατος death by the sword, Aesch.