Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀμφιπλήξ: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
(2)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(20 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=amfipliks
|Transliteration C=amfipliks
|Beta Code=a)mfiplh/c
|Beta Code=a)mfiplh/c
|Definition=ῆγος, ὁ, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">striking with both sides</b>, φάσγανον <span class="bibl">Id.<span class="title">Tr.</span> 930</span>: metaph., of a father's and mother's curse, ἀρά <span class="bibl"><span class="title">OT</span>417</span>.</span>
|Definition=-ῆγος, ὁ, ἡ, [[striking with both sides]], φάσγανον Id.''Tr.'' 930: metaph., of a father's and mother's curse, ἀρά ''OT''417.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ῆγος<br /><b class="num">1</b> [[batido]], [[golpeado por ambos lados]] de un istmo, Paul.Sil.<i>Ambo</i> 252, γῆ Poll.9.18, de un pandero, Nonn.<i>D</i>.13.509, cf. 29.285.<br /><b class="num">2</b> [[que hiere por ambos lados o filos]] ἀμφιπλῆγι φασγάνῳ πλευρὰν ... πεπληγμένην S.<i>Tr</i>.930, ἀμφιπλῆγι μαχαίρῃ Nonn.<i>D</i>.27.129, σφῦραι <i>AP</i> 6.205 (Leon.)<br /><b class="num"></b>fig. de la maldición de los padres ἀμφιπλὴξ ... [[ἀρά]] S.<i>OT</i> 417.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0142.png Seite 142]] ῆγος, mit beiden Seiten schlagend, zweischneidig, [[φάσγανον]] Soph. Tr. 926; vgl. σφῦραι Leon. Tac. 4 (VI, 205); übertr. ἀρά, der doppelt treffende, vernichtende, Soph. O. R. 417.
}}
{{bailly
|btext=ῆγος (ὁ, ἡ)<br />[[qui frappe des deux côtés]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφί]], [[πλήσσω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμφιπλήξ:''' ῆγος adj.<br /><b class="num">1</b> [[обоюдоострый]] ([[φάσγανον]] Soph.);<br /><b class="num">2</b> [[двойной]] (μητρός τε καὶ πατρὸς [[ἀρά]] Soph.);<br /><b class="num">3</b> [[двухсторонний]] (σφῦραι Anth.).
}}
{{ls
|lstext='''ἀμφιπλήξ''': ῆγος, ὁ, ἡ, ὁ δι’ ἀμφοτέρων τῶν μερῶν πλήττων, δίστομος, [[φάσγανον]] Σοφ. Τρ. 930· ἀρὰ Ο.Τ. ΙΙ. = τῷ προηγ. 1. Παυλ. Σιλ. Ἄμβων 252.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀμφιπλήξ]] (-ῆγος), ο, η (Α)<br /><b>1.</b> (για [[ξίφη]]) αυτός που πλήττει, που χτυπά και με τις δύο πλευρές, [[αμφίστομος]], [[δίκοπος]]<br /><b>2.</b> ([[κατάρα]]) που εκτοξεύεται από [[πατέρα]] και [[μητέρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[πλήξ]] <span style="color: red;"><</span> [[πλήσσω]], [[πλήττω]] ([[πρβλ]]. [[ἁλιπλήξ]], [[οἰστροπλήξ]], [[παραπλήξ]] κ.ά.].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀμφιπλήξ:''' -ῆγος, ὁ, ἡ ([[πλήσσω]]), αυτός που χτυπά και με τις [[δύο]] πλευρές, αυτός που έχει [[δύο]] αιχμές, σε Σοφ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πλήσσω]]<br />[[striking]] with [[both]] sides, [[double]]-[[edged]], Soph.
}}
}}

Latest revision as of 11:16, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφιπλήξ Medium diacritics: ἀμφιπλήξ Low diacritics: αμφιπλήξ Capitals: ΑΜΦΙΠΛΗΞ
Transliteration A: amphiplḗx Transliteration B: amphiplēx Transliteration C: amfipliks Beta Code: a)mfiplh/c

English (LSJ)

-ῆγος, ὁ, ἡ, striking with both sides, φάσγανον Id.Tr. 930: metaph., of a father's and mother's curse, ἀρά OT417.

Spanish (DGE)

-ῆγος
1 batido, golpeado por ambos lados de un istmo, Paul.Sil.Ambo 252, γῆ Poll.9.18, de un pandero, Nonn.D.13.509, cf. 29.285.
2 que hiere por ambos lados o filos ἀμφιπλῆγι φασγάνῳ πλευρὰν ... πεπληγμένην S.Tr.930, ἀμφιπλῆγι μαχαίρῃ Nonn.D.27.129, σφῦραι AP 6.205 (Leon.)
fig. de la maldición de los padres ἀμφιπλὴξ ... ἀρά S.OT 417.

German (Pape)

[Seite 142] ῆγος, mit beiden Seiten schlagend, zweischneidig, φάσγανον Soph. Tr. 926; vgl. σφῦραι Leon. Tac. 4 (VI, 205); übertr. ἀρά, der doppelt treffende, vernichtende, Soph. O. R. 417.

French (Bailly abrégé)

ῆγος (ὁ, ἡ)
qui frappe des deux côtés.
Étymologie: ἀμφί, πλήσσω.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφιπλήξ: ῆγος adj.
1 обоюдоострый (φάσγανον Soph.);
2 двойной (μητρός τε καὶ πατρὸς ἀρά Soph.);
3 двухсторонний (σφῦραι Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιπλήξ: ῆγος, ὁ, ἡ, ὁ δι’ ἀμφοτέρων τῶν μερῶν πλήττων, δίστομος, φάσγανον Σοφ. Τρ. 930· ἀρὰ Ο.Τ. ΙΙ. = τῷ προηγ. 1. Παυλ. Σιλ. Ἄμβων 252.

Greek Monolingual

ἀμφιπλήξ (-ῆγος), ο, η (Α)
1. (για ξίφη) αυτός που πλήττει, που χτυπά και με τις δύο πλευρές, αμφίστομος, δίκοπος
2. (κατάρα) που εκτοξεύεται από πατέρα και μητέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + -πλήξ < πλήσσω, πλήττω (πρβλ. ἁλιπλήξ, οἰστροπλήξ, παραπλήξ κ.ά.].

Greek Monotonic

ἀμφιπλήξ: -ῆγος, ὁ, ἡ (πλήσσω), αυτός που χτυπά και με τις δύο πλευρές, αυτός που έχει δύο αιχμές, σε Σοφ.

Middle Liddell

πλήσσω
striking with both sides, double-edged, Soph.