ἀργυροστερής: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
(6)
m (LSJ1 replacement)
 
(17 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=argyrosteris
|Transliteration C=argyrosteris
|Beta Code=a)rgurosterh/s
|Beta Code=a)rgurosterh/s
|Definition=ές, (στερέω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">robbing of silver</b>, <b class="b3">βίος ἀ</b>. a <b class="b2">robber's</b> life, <span class="bibl">A.<span class="title">Ch.</span>1002</span>.</span>
|Definition=ἀργυροστερές, ([[στερέω]]) [[rob]]bing of [[silver]], [[βίος]] ἀργυροστερής = a [[robber]]'s [[life]], A.''Ch.''1002.
}}
}}
{{ls
{{DGE
|lstext='''ἀργῠροστερής''': -ές, ([[στερέω]]) στερῶν τινα τοῦ ἀργύρου, [[ἤτοι]] τοῦ ἀργυρίου [[αὐτοῦ]], [[βίος]] ἀργ., [[βίος]] λῃστοῦ, Αἰσχύλ. Χο. 1002.
|dgtxt=(ἀργῠροστερής) -ές [[que priva a uno del dinero]], [[βίος]] A.<i>Ch</i>.1002.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui dépouille qqn de son argent.<br />'''Étymologie:''' [[ἄργυρος]], [[στερίσκω]].
|btext=ής, ές :<br />[[qui dépouille qqn de son argent]].<br />'''Étymologie:''' [[ἄργυρος]], [[στερίσκω]].
}}
{{pape
|ptext=[[βίος]], <i>[[Silber]], [[Geld]] [[raubend]]</i>, Aesch. <i>Ch</i>. 996.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀργῠροστερής:''' [[отнимающий]] (чужие) деньги, т. е. разбойничий ([[βίος]] Aesch.).
}}
}}
{{DGE
{{ls
|dgtxt=(ἀργῠροστερής) -ές [[que priva a uno del dinero]], [[βίος]] A.<i>Ch</i>.1002.
|lstext='''ἀργῠροστερής''': -ές, ([[στερέω]]) στερῶν τινα τοῦ ἀργύρου, [[ἤτοι]] τοῦ ἀργυρίου αὐτοῦ, [[βίος]] ἀργ., [[βίος]] λῃστοῦ, Αἰσχύλ. Χο. 1002.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀργυροστερής]] (-οῡς), -ές (Α)<br />αυτός που κλέβει τα αργύρια, τα χρήματα κάποιου («[[αργυροστερής]] [[βίος]]» — η ζωή του ληστή).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άργυρος]] <span style="color: red;">+</span> [[στερώ]]].
|mltxt=[[ἀργυροστερής]] (-οῦς), -ές (Α)<br />αυτός που κλέβει τα αργύρια, τα χρήματα κάποιου («[[αργυροστερής]] [[βίος]]» — η ζωή του ληστή).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άργυρος]] <span style="color: red;">+</span> [[στερώ]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀργῠροστερής:''' -ές ([[στερέω]]), αυτός που στερεί από κάποιον το [[ασήμι]], δηλ. τα χρήματά του, ο [[ληστής]]· [[βίος]] [[ἀργυροστερής]], ο [[τρόπος]] ζωής ληστή, [[ληστρικός]] [[βίος]], σε Αισχύλ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[στερέω]]<br />robbing of [[silver]], [[βίος]] ἀργ. a [[robber]]'s [[life]], Aesch.
}}
}}

Latest revision as of 11:17, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀργῠροστερής Medium diacritics: ἀργυροστερής Low diacritics: αργυροστερής Capitals: ΑΡΓΥΡΟΣΤΕΡΗΣ
Transliteration A: argyrosterḗs Transliteration B: argyrosterēs Transliteration C: argyrosteris Beta Code: a)rgurosterh/s

English (LSJ)

ἀργυροστερές, (στερέω) robbing of silver, βίος ἀργυροστερής = a robber's life, A.Ch.1002.

Spanish (DGE)

(ἀργῠροστερής) -ές que priva a uno del dinero, βίος A.Ch.1002.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui dépouille qqn de son argent.
Étymologie: ἄργυρος, στερίσκω.

German (Pape)

βίος, Silber, Geld raubend, Aesch. Ch. 996.

Russian (Dvoretsky)

ἀργῠροστερής: отнимающий (чужие) деньги, т. е. разбойничий (βίος Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀργῠροστερής: -ές, (στερέω) στερῶν τινα τοῦ ἀργύρου, ἤτοι τοῦ ἀργυρίου αὐτοῦ, βίος ἀργ., βίος λῃστοῦ, Αἰσχύλ. Χο. 1002.

Greek Monolingual

ἀργυροστερής (-οῦς), -ές (Α)
αυτός που κλέβει τα αργύρια, τα χρήματα κάποιου («αργυροστερής βίος» — η ζωή του ληστή).
[ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + στερώ].

Greek Monotonic

ἀργῠροστερής: -ές (στερέω), αυτός που στερεί από κάποιον το ασήμι, δηλ. τα χρήματά του, ο ληστής· βίος ἀργυροστερής, ο τρόπος ζωής ληστή, ληστρικός βίος, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

στερέω
robbing of silver, βίος ἀργ. a robber's life, Aesch.