μισθαρνικός: Difference between revisions

From LSJ

τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς, ὧν ἀριθμὸν ἐν νεκροῖς πλεῖστον δέδεκται Φερσέφασσ' ὀλωλότων. → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own, those many who have perished, and whom Persephone hath received among the dead. | Tomb, bridal-chamber, deep-dug eternal prison where I go to find my own, whom in the greatest numbers destruction has seized and Persephone has welcomed among the dead.

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mistharnikos
|Transliteration C=mistharnikos
|Beta Code=misqarniko/s
|Beta Code=misqarniko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> of or for [[hired work]], [[mercenary]], [[ἐργασίαι]], [[τέχναι]], ib.<span class="bibl">1337b13</span>, <span class="bibl"><span class="title">EE</span>1215a31</span>.</span>
|Definition=μισθαρνική, μισθαρνικόν, of or for [[hired work]], [[mercenary]], [[ἐργασίαι]], [[τέχναι]], ib.1337b13, ''EE''1215a31.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0190.png Seite 190]] ή, όν, den Lohnarbeiter betreffend, Sp., αἱ μισθαρνικαὶ ἐργασίαι, Arbeiten um Lohn, Arist. pol. 8, 1.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0190.png Seite 190]] ή, όν, den Lohnarbeiter betreffend, Sp., αἱ μισθαρνικαὶ ἐργασίαι, Arbeiten um Lohn, Arist. pol. 8, 1.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />[[d'homme à gages]], [[de mercenaire]].<br />'''Étymologie:''' [[μισθάρνης]].
}}
{{elru
|elrutext='''μισθαρνικός:''' [[выполняемый по найму]], [[наемный]] (ἐργκσίαι Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μισθαρνικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς [[ἔργον]] μισθωτοῦ, ὁ πρὸς μισθὸν γενόμενος, ἐργασίαι, τέχναι Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 2, 5, Ἠθικ. Ε. 1. 4, 2.
|lstext='''μισθαρνικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς [[ἔργον]] μισθωτοῦ, ὁ πρὸς μισθὸν γενόμενος, ἐργασίαι, τέχναι Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 2, 5, Ἠθικ. Ε. 1. 4, 2.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />d’homme à gages, de mercenaire.<br />'''Étymologie:''' [[μισθάρνης]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μισθαρνικός:''' -ή, -όν ([[μισθάρνης]]), αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μισθωτή [[εργασία]], [[μισθοφορικός]], σε Αριστ.
|lsmtext='''μισθαρνικός:''' -ή, -όν ([[μισθάρνης]]), αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μισθωτή [[εργασία]], [[μισθοφορικός]], σε Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''μισθαρνικός:''' [[выполняемый по найму]], [[наемный]] (ἐργκσίαι Arst.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[μισθαρνικός]], ή, όν [[μισθάρνης]]<br />of or for [[hired]] [[work]], [[mercenary]], Arist.
|mdlsjtxt=[[μισθαρνικός]], ή, όν [[μισθάρνης]]<br />of or for [[hired]] [[work]], [[mercenary]], Arist.
}}
}}

Latest revision as of 11:17, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μισθαρνικός Medium diacritics: μισθαρνικός Low diacritics: μισθαρνικός Capitals: ΜΙΣΘΑΡΝΙΚΟΣ
Transliteration A: mistharnikós Transliteration B: mistharnikos Transliteration C: mistharnikos Beta Code: misqarniko/s

English (LSJ)

μισθαρνική, μισθαρνικόν, of or for hired work, mercenary, ἐργασίαι, τέχναι, ib.1337b13, EE1215a31.

German (Pape)

[Seite 190] ή, όν, den Lohnarbeiter betreffend, Sp., αἱ μισθαρνικαὶ ἐργασίαι, Arbeiten um Lohn, Arist. pol. 8, 1.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
d'homme à gages, de mercenaire.
Étymologie: μισθάρνης.

Russian (Dvoretsky)

μισθαρνικός: выполняемый по найму, наемный (ἐργκσίαι Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

μισθαρνικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ἔργον μισθωτοῦ, ὁ πρὸς μισθὸν γενόμενος, ἐργασίαι, τέχναι Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 2, 5, Ἠθικ. Ε. 1. 4, 2.

Greek Monolingual

-ή, -ο (Α μισθαρνικός, -ή, -όν) μίσθαρνος
αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει στη μισθαρνία ή στον μίσθαρνο, αυτός που γίνεται με μισθό («μισθαρνική εργασία»).

Greek Monotonic

μισθαρνικός: -ή, -όν (μισθάρνης), αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μισθωτή εργασία, μισθοφορικός, σε Αριστ.

Middle Liddell

μισθαρνικός, ή, όν μισθάρνης
of or for hired work, mercenary, Arist.