κηριτρεφής: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
(6_7)
m (LSJ1 replacement)
 
(19 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kiritrefis
|Transliteration C=kiritrefis
|Beta Code=khritrefh/s
|Beta Code=khritrefh/s
|Definition=ές<b class="b3">, τρέφω</b>) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">born to misery</b>, ἄνθρωποι <span class="bibl">Hes.<span class="title">Op.</span>418</span>, cf. Orac. ap. Sch.<span class="bibl">E.<span class="title">Ph.</span>638</span>.</span>
|Definition=κηριτρεφές<b class="b3">, τρέφω</b>) [[born to misery]], ἄνθρωποι Hes.''Op.''418, cf. Orac. ap. Sch.E.''Ph.''638.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1433.png Seite 1433]] ές, zum Tode, zum Unglück aufgezogen, sterblich; ἄνθρωποι Hes. O. 420; Orak. bei Schol. Eur. Phoen. 638; Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1433.png Seite 1433]] ές, zum Tode, zum Unglück aufgezogen, sterblich; ἄνθρωποι Hes. O. 420; Orak. bei Schol. Eur. Phoen. 638; Sp.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> [[né pour le malheur]], [[infortuné]];<br /><b>2</b> [[qui cause la mort]].<br />'''Étymologie:''' κήρ, [[τρέφω]].
}}
{{elnl
|elnltext=κηριτρεφής -ές &#91;[[κήρ]], [[τρέφω]]] [[geboren voor het ongeluk]].
}}
{{elru
|elrutext='''κηριτρεφής:''' [[рожденный на погибель]], [[обреченный на смерть]] (ἄνθρωποι Hes.).
}}
{{grml
|mltxt=[[κηριτρεφής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που γεννήθηκε και ανατράφηκε σε [[αθλιότητα]] («[[ὑπὲρ]] κεφαλῆς κηριτρεφέων ἀνθρώπων», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που φθείρει την [[υγεία]], αυτός που θανατώνει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κηρι</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>κήρ</i> [Ι]) <span style="color: red;">+</span> -<i>τρεφής</i> ([[τρέφος]] <span style="color: red;"><</span> [[τρέφω]]), [[πρβλ]]. [[ανεμοτρεφής]], [[υδατοτρεφής]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κηριτρεφής:''' -ές ([[τρέφω]]), αυτός που έχει συνθραφεί με την [[αθλιότητα]], σε Ησίοδ.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κηριτρεφής''': -ές, ([[τρέφω]]) συντεθραμμένος ἀθλιότητι, κηριτρεφέων «συντεθραμμένων μοίρᾳ καὶ θανάτῳ» (Σχόλ. Τζέτζ.)· ἄνθρωποι Ἡσιόδ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 416, Χρησμ. παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 638. 2) ἐπιφέρων θάνατον, [[θανατηφόρος]], Συνέσ. 329C.
|lstext='''κηριτρεφής''': -ές, ([[τρέφω]]) συντεθραμμένος ἀθλιότητι, κηριτρεφέων «συντεθραμμένων μοίρᾳ καὶ θανάτῳ» (Σχόλ. Τζέτζ.)· ἄνθρωποι Ἡσιόδ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 416, Χρησμ. παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 638. 2) ἐπιφέρων θάνατον, [[θανατηφόρος]], Συνέσ. 329C.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κηρι-τρεφής, ές [[τρέφω]]<br />[[born]] to [[misery]], Hes.
}}
}}

Latest revision as of 11:20, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κηριτρεφής Medium diacritics: κηριτρεφής Low diacritics: κηριτρεφής Capitals: ΚΗΡΙΤΡΕΦΗΣ
Transliteration A: kēritrephḗs Transliteration B: kēritrephēs Transliteration C: kiritrefis Beta Code: khritrefh/s

English (LSJ)

κηριτρεφές, τρέφω) born to misery, ἄνθρωποι Hes.Op.418, cf. Orac. ap. Sch.E.Ph.638.

German (Pape)

[Seite 1433] ές, zum Tode, zum Unglück aufgezogen, sterblich; ἄνθρωποι Hes. O. 420; Orak. bei Schol. Eur. Phoen. 638; Sp.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 né pour le malheur, infortuné;
2 qui cause la mort.
Étymologie: κήρ, τρέφω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κηριτρεφής -ές [κήρ, τρέφω] geboren voor het ongeluk.

Russian (Dvoretsky)

κηριτρεφής: рожденный на погибель, обреченный на смерть (ἄνθρωποι Hes.).

Greek Monolingual

κηριτρεφής, -ές (Α)
1. αυτός που γεννήθηκε και ανατράφηκε σε αθλιότηταὑπὲρ κεφαλῆς κηριτρεφέων ἀνθρώπων», Ησίοδ.)
2. αυτός που φθείρει την υγεία, αυτός που θανατώνει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρι- (< κήρ [Ι]) + -τρεφής (τρέφος < τρέφω), πρβλ. ανεμοτρεφής, υδατοτρεφής].

Greek Monotonic

κηριτρεφής: -ές (τρέφω), αυτός που έχει συνθραφεί με την αθλιότητα, σε Ησίοδ.

Greek (Liddell-Scott)

κηριτρεφής: -ές, (τρέφω) συντεθραμμένος ἀθλιότητι, κηριτρεφέων «συντεθραμμένων μοίρᾳ καὶ θανάτῳ» (Σχόλ. Τζέτζ.)· ἄνθρωποι Ἡσιόδ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 416, Χρησμ. παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 638. 2) ἐπιφέρων θάνατον, θανατηφόρος, Συνέσ. 329C.

Middle Liddell

κηρι-τρεφής, ές τρέφω
born to misery, Hes.