θαυμασμός: Difference between revisions

From LSJ

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112
(16)
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=thavmasmos
|Transliteration C=thavmasmos
|Beta Code=qaumasmo/s
|Beta Code=qaumasmo/s
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">marvelling</b>, Phld.<span class="title">Rh.</span>2.57 S., <span class="bibl">Corn.<span class="title">ND</span>2</span>, Dius ap. Stob.4.21.16, <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>9.17</span>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Aem.</span>39</span>, etc.</span>
|Definition=ὁ, [[marvelling]], Phld.''Rh.''2.57 S., Corn.''ND''2, Dius ap. Stob.4.21.16, S.E.''M.''9.17, Plu.''Aem.''39, etc.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1189.png Seite 1189]] ὁ, Bewunderung; Plut. Aem. Paul. 39; S. Emp. adv. math. 9, 17 u. a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1189.png Seite 1189]] ὁ, Bewunderung; Plut. Aem. Paul. 39; S. Emp. adv. math. 9, 17 u. a. Sp.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />[[étonnement]], [[admiration]].<br />'''Étymologie:''' [[θαυμάζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''θαυμασμός:''' ὁ [[удивление]], [[восхищение]] (θ. καὶ [[σεμνότης]] Sext.): θαυμασμὸν ἔχειν Plut. вызывать изумление.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''θαυμασμός''': ὁ, τὸ θαυμάζειν, Δῖος παρὰ Στοβ. 408. 46, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 9. 17, Πλούτ. Αἰμιλ. 39, κτλ.
|lstext='''θαυμασμός''': ὁ, τὸ θαυμάζειν, Δῖος παρὰ Στοβ. 408. 46, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 9. 17, Πλούτ. Αἰμιλ. 39, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />étonnement, admiration.<br />'''Étymologie:''' [[θαυμάζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[θαμασμός]], ο (AM [[θαυμασμός]], Μ και θαμαγμός) [[θαυμάζω]]<br />το να θαυμάζει [[κάποιος]] [[κάτι]] ή κάποιον, [[βαθιά]] [[εκτίμηση]], [[σεβασμός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[έκπληξη]], [[κατάπληξη]], [[ξάφνιασμα]] για [[κάτι]] εξαιρετικό και υπέροχο ή για [[κάτι]] [[παράδοξο]] και ανεξήγητο<br /><b>μσν.</b><br />[[τρομάρα]], [[λαχτάρα]].
|mltxt=και [[θαμασμός]], ο (AM [[θαυμασμός]], Μ και θαμαγμός) [[θαυμάζω]]<br />το να θαυμάζει [[κάποιος]] [[κάτι]] ή κάποιον, [[βαθιά]] [[εκτίμηση]], [[σεβασμός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[έκπληξη]], [[κατάπληξη]], [[ξάφνιασμα]] για [[κάτι]] εξαιρετικό και υπέροχο ή για [[κάτι]] [[παράδοξο]] και ανεξήγητο<br /><b>μσν.</b><br />[[τρομάρα]], [[λαχτάρα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''θαυμασμός:''' ὁ ([[θαυμάζω]]), [[θαυμασμός]], [[έκπληξη]], σε Πλούτ., κ.λπ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[θαυμασμός]], ὁ, [[θαυμάζω]]<br />a marvelling, Plut., etc.
}}
}}

Latest revision as of 11:20, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θαυμασμός Medium diacritics: θαυμασμός Low diacritics: θαυμασμός Capitals: ΘΑΥΜΑΣΜΟΣ
Transliteration A: thaumasmós Transliteration B: thaumasmos Transliteration C: thavmasmos Beta Code: qaumasmo/s

English (LSJ)

ὁ, marvelling, Phld.Rh.2.57 S., Corn.ND2, Dius ap. Stob.4.21.16, S.E.M.9.17, Plu.Aem.39, etc.

German (Pape)

[Seite 1189] ὁ, Bewunderung; Plut. Aem. Paul. 39; S. Emp. adv. math. 9, 17 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
étonnement, admiration.
Étymologie: θαυμάζω.

Russian (Dvoretsky)

θαυμασμός:удивление, восхищение (θ. καὶ σεμνότης Sext.): θαυμασμὸν ἔχειν Plut. вызывать изумление.

Greek (Liddell-Scott)

θαυμασμός: ὁ, τὸ θαυμάζειν, Δῖος παρὰ Στοβ. 408. 46, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 9. 17, Πλούτ. Αἰμιλ. 39, κτλ.

Greek Monolingual

και θαμασμός, ο (AM θαυμασμός, Μ και θαμαγμός) θαυμάζω
το να θαυμάζει κάποιος κάτι ή κάποιον, βαθιά εκτίμηση, σεβασμός
νεοελλ.
έκπληξη, κατάπληξη, ξάφνιασμα για κάτι εξαιρετικό και υπέροχο ή για κάτι παράδοξο και ανεξήγητο
μσν.
τρομάρα, λαχτάρα.

Greek Monotonic

θαυμασμός: ὁ (θαυμάζω), θαυμασμός, έκπληξη, σε Πλούτ., κ.λπ.

Middle Liddell

θαυμασμός, ὁ, θαυμάζω
a marvelling, Plut., etc.