φαιοχίτων: Difference between revisions

From LSJ

τὸ αὐτοπροαίρετον τε καὶ αὐτεξούσιον → free will

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=faiochiton
|Transliteration C=faiochiton
|Beta Code=faioxi/twn
|Beta Code=faioxi/twn
|Definition=[ῐ], ωνος, ὁ, ἡ, [[dark-robed]], <span class="bibl">A.<span class="title">Ch.</span>1049</span> (where the second [[syllable]] is apparently long metri causa).
|Definition=[ῐ], ωνος, ὁ, ἡ, [[dark-robed]], A.''Ch.''1049 (where the second [[syllable]] is apparently long metri causa).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ωνος (ὁ, ἡ)<br />vêtu d'une robe sombre.<br />'''Étymologie:''' [[φαιός]], [[χιτών]].
|btext=ωνος (ὁ, ἡ)<br />[[vêtu d'une robe sombre]].<br />'''Étymologie:''' [[φαιός]], [[χιτών]].
}}
{{elru
|elrutext='''φαιοχίτων:''' ωνος (ῐ) adj. одетый в темное платье (Γοργόνες Aesch.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 20: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ωνος, ο, η, ΝΑ, και φαιοχίτωνας, ο, Ν<br />αυτός που φορεί φαιόχρωμο χιτώνα<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το αρσ. στον πληθ.</b>) <i>οι φαιοχίτωνες</i><br />τα [[μέλη]] του γερμανικού ναζιστικού [[κόμματος]] του Χίτλερ, που ονομάστηκαν [[έτσι]] από το [[χρώμα]] της στολής τους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φαιός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>χίτων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χιτών]], -<i>ῶνος</i>), <b>πρβλ.</b> <i>ξανθο</i>-<i>χίτων</i>).
|mltxt=-ωνος, ο, η, ΝΑ, και φαιοχίτωνας, ο, Ν<br />αυτός που φορεί φαιόχρωμο χιτώνα<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το αρσ. στον πληθ.</b>) <i>οι φαιοχίτωνες</i><br />τα [[μέλη]] του γερμανικού ναζιστικού [[κόμματος]] του Χίτλερ, που ονομάστηκαν [[έτσι]] από το [[χρώμα]] της στολής τους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φαιός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>χίτων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χιτών]], -<i>ῶνος</i>), [[πρβλ]]. [[ξανθοχίτων]]).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φαιοχίτων:''' [ῐ], -ωνος, ὁ, ἡ, αυτός που [[φορά]] χιτώνα με [[χρώμα]] σταχτί, σε Αισχύλ. (δεύτερη συλλ. [[μακρά]], σαν να ήταν <i>φαιοκχίτων</i>, βλ. Χ, χ).
|lsmtext='''φαιοχίτων:''' [ῐ], -ωνος, ὁ, ἡ, αυτός που [[φορά]] χιτώνα με [[χρώμα]] σταχτί, σε Αισχύλ. (δεύτερη συλλ. [[μακρά]], σαν να ήταν <i>φαιοκχίτων</i>, βλ. Χ, χ).
}}
{{elru
|elrutext='''φαιοχίτων:''' ωνος (ῐ) adj. одетый в темное платье (Γοργόνες Aesch.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=φαῐο-χίτων, ωνος, ὁ, ἡ,<br />[[dark]]-robed, Aesch. [[second]] [[syllable]] [[long]], [[quasi]] φαιοκχίτων; v. X χ fin.]
|mdlsjtxt=φαῐο-χίτων, ωνος, ὁ, ἡ,<br />[[dark]]-robed, Aesch. [[second]] [[syllable]] [[long]], [[quasi]] φαιοκχίτων; v. X χ fin.]
}}
}}

Latest revision as of 11:21, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φαιοχίτων Medium diacritics: φαιοχίτων Low diacritics: φαιοχίτων Capitals: ΦΑΙΟΧΙΤΩΝ
Transliteration A: phaiochítōn Transliteration B: phaiochitōn Transliteration C: faiochiton Beta Code: faioxi/twn

English (LSJ)

[ῐ], ωνος, ὁ, ἡ, dark-robed, A.Ch.1049 (where the second syllable is apparently long metri causa).

German (Pape)

[Seite 1252] ωνος, grau, schwärzlich gekleidet, Aesch. Ch. 1045; φαιωχίτων u. φαιοκχίτων ist f. L., aber ο ist lang gebraucht.

French (Bailly abrégé)

ωνος (ὁ, ἡ)
vêtu d'une robe sombre.
Étymologie: φαιός, χιτών.

Russian (Dvoretsky)

φαιοχίτων: ωνος (ῐ) adj. одетый в темное платье (Γοργόνες Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

φαιοχίτων: [ῐ] -ωνος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων φαιόν, τεφρόχουν χιτῶνα, Αἰσχύλ. Χο. 1049, ἔνθα ἡ δευτέρα συλλαβὴ εἶναι μακρὰ ἐν ἄρσει ὥστε οὐδεμία ἀνάγκη ὑπάρχει τῆς γραφῆς φαιοκχίτων· ἴδε Χχ ἐν τέλ.

Greek Monolingual

-ωνος, ο, η, ΝΑ, και φαιοχίτωνας, ο, Ν
αυτός που φορεί φαιόχρωμο χιτώνα
νεοελλ.
(το αρσ. στον πληθ.) οι φαιοχίτωνες
τα μέλη του γερμανικού ναζιστικού κόμματος του Χίτλερ, που ονομάστηκαν έτσι από το χρώμα της στολής τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαιός + -χίτων (< χιτών, -ῶνος), πρβλ. ξανθοχίτων).

Greek Monotonic

φαιοχίτων: [ῐ], -ωνος, ὁ, ἡ, αυτός που φορά χιτώνα με χρώμα σταχτί, σε Αισχύλ. (δεύτερη συλλ. μακρά, σαν να ήταν φαιοκχίτων, βλ. Χ, χ).

Middle Liddell

φαῐο-χίτων, ωνος, ὁ, ἡ,
dark-robed, Aesch. second syllable long, quasi φαιοκχίτων; v. X χ fin.]