κλωβός: Difference between revisions

From LSJ

Τιμώμενοι γὰρ πάντες ἥδονται βροτοί → Omnes enim homines honorari expetunt → Denn alle Menschen sehen sich recht gern geehrt

Menander, Monostichoi, 513
(nl)
m (LSJ1 replacement)
 
(21 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=klovos
|Transliteration C=klovos
|Beta Code=klwbo/s
|Beta Code=klwbo/s
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">bird-cage</b>, AP6.109 (Antip.), <span class="bibl">Babr.124.3</span>, <span class="bibl">Aesop.341</span>. (Cf.<b class="b3">κλουβός, κλουβίον</b>, and Hebr. <b class="b2">kèlûbh</b>.) </span>
|Definition=ὁ, [[bird-cage]], AP6.109 (Antip.), Babr.124.3, Aesop.341. (Cf. [[κλουβός]], [[κλουβίον]], and Hebr. kèlûbh.)  
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1458.png Seite 1458]] ὁ, Käfig, Vogelbauer; bes. der Schlagbauer der Vogelsteller, κλωβούς τ' ἀμφιῤῥῶγας Antipat. 17 (VI, 109). – Verwandt [[κλοιός]]?
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1458.png Seite 1458]] ὁ, Käfig, Vogelbauer; bes. der Schlagbauer der Vogelsteller, κλωβούς τ' ἀμφιῤῥῶγας Antipat. 17 (VI, 109). – Verwandt [[κλοιός]]?
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />[[cage d'oiseau]].<br />'''Étymologie:''' cf. [[κλείω]], [[κλοιός]].
}}
{{elnl
|elnltext=κλωβός -οῦ, ὁ vogelkooi.
}}
{{elru
|elrutext='''κλωβός:''' ὁ [[клетка для птиц]] Anth.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κλωβός''': ὁ, [[κλωβίον]] πτηνῶν, Ἀνθ. Π. 6. 109. (Πρβλ. τὸ Ἑβρ. kĕlôv, kĕlûv.)
|lstext='''κλωβός''': ὁ, [[κλωβίον]] πτηνῶν, Ἀνθ. Π. 6. 109. (Πρβλ. τὸ Ἑβρ. kĕlôv, kĕlûv.)
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />cage d’oiseau.<br />'''Étymologie:''' cf. [[κλείω]], [[κλοιός]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[κλωβός]])<br />[[κλουβί]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[καθετί]] που μοιάζει με [[κλουβί]]<br /><b>2.</b> <b>(ηλεκτρολ.)</b> [[τύπος]] περιέλιξης του επαγωγίμου σε έναν ασύγχρονο τριφασικό κινητήρα<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) <b>(ηλεκτρολ.)</b> «[[κλωβός]] του Φάραντεϋ» — μεταλλικό [[περίβλημα]] κατασκευασμένο από μεταλλικό [[έλασμα]] ή από πυκνό μεταλλικό [[πλέγμα]] με το οποίο επιδιώκεται η [[προστασία]] ορισμένων χώρων από τις επιδράσεις εξωτερικών ηλεκτρικών πεδίων<br />β) <b>ναυτ.</b> «[[κλωβός]] [[έλικας]]» — ο [[χώρος]] [[μέσα]] στον οποίο περιστρέφεται η έλικα του πλοίου<br />γ) «[[κλωβός]] φάρου» — το ανώτατο [[τμήμα]] φάρου στο οποίο υπάρχουν τα φωτιστικά μηχανήματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ. σημιτικής προελεύσεως, <b>[[πρβλ]].</b> συρ. <i>k</i><i>ә</i><i>lub</i> «[[κλουβί]] πουλιών».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.-μσν.</b> [[κλωβίον]].
|mltxt=ο (AM [[κλωβός]])<br />[[κλουβί]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[καθετί]] που μοιάζει με [[κλουβί]]<br /><b>2.</b> <b>(ηλεκτρολ.)</b> [[τύπος]] περιέλιξης του επαγωγίμου σε έναν ασύγχρονο τριφασικό κινητήρα<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) <b>(ηλεκτρολ.)</b> «[[κλωβός]] του Φάραντεϋ» — μεταλλικό [[περίβλημα]] κατασκευασμένο από μεταλλικό [[έλασμα]] ή από πυκνό μεταλλικό [[πλέγμα]] με το οποίο επιδιώκεται η [[προστασία]] ορισμένων χώρων από τις επιδράσεις εξωτερικών ηλεκτρικών πεδίων<br />β) <b>ναυτ.</b> «[[κλωβός]] [[έλικας]]» — ο [[χώρος]] [[μέσα]] στον οποίο περιστρέφεται η έλικα του πλοίου<br />γ) «[[κλωβός]] φάρου» — το ανώτατο [[τμήμα]] φάρου στο οποίο υπάρχουν τα φωτιστικά μηχανήματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ. σημιτικής προελεύσεως, [[πρβλ]]. συρ. <i>k</i><i>ә</i><i>lub</i> «[[κλουβί]] πουλιών».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.-μσν.</b> [[κλωβίον]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κλωβός:''' ὁ, [[κλουβί]] πουλιού, σε Ανθ.
|lsmtext='''κλωβός:''' ὁ, [[κλουβί]] πουλιού, σε Ανθ.
}}
}}
{{elnl
{{etym
|elnltext=κλωβός -οῦ, ὁ vogelkooi.
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: [[bird-cage]] (AP, Babr.), also [[κλουβός]] (POxy. 1923, 14; V-VIp [meaning uncertain], Tz., Gloss.). Dimin. [[κλωβίον]] (<b class="b3">-ου-</b>) [[small cage]], [[twined basket]] (Hdn. Epim., Pap.).<br />Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Sem.<br />Etymology: Semitic LW [loanword], cf. Hebr. Syr. [[kelūb]] [[bird-cage]]. Lewy Fremdw. 129 after Renan and A. Müller; cf. Grimme Glotta 14, 19, Masson, Emprunts sémit. 108 n. 4.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κλωβός]], οῦ,<br />a [[bird]]-[[cage]], Anth.
}}
{{FriskDe
|ftr='''κλωβός''': {klōbós}<br />'''Forms''': auch [[κλουβός]] (''POxy''. 1923, 14; V-VI<sup>p</sup> [Bed. unsicher], Tz., Gloss.).<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': [[Vogelkäfig]] (''AP'', Babr. u. a.),<br />'''Derivative''': Demin. [[κλωβίον]] (-ου-) [[kleiner Käfig]], [[Flechtkorb]] (Hdn. ''Epim''., Pap.).<br />'''Etymology''': Semitisches LW, vgl. hebr. syr. ''k<sup>e</sup>lūb'' [[Vogelkäfig]]. Lewy Fremdw. 129 nach Renan und A. Müller; vgl. noch Grimme Glotta 14, 19.<br />'''Page''' 1,878
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[κλουβί]]). Ἴσως συγγενικό μέ τίς: [[κλοιός]], [[κλείς]] τοῦ [[κλείω]]. Ὑποκοριστικό [[κλωβίον]].
}}
}}

Latest revision as of 11:23, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλωβός Medium diacritics: κλωβός Low diacritics: κλωβός Capitals: ΚΛΩΒΟΣ
Transliteration A: klōbós Transliteration B: klōbos Transliteration C: klovos Beta Code: klwbo/s

English (LSJ)

ὁ, bird-cage, AP6.109 (Antip.), Babr.124.3, Aesop.341. (Cf. κλουβός, κλουβίον, and Hebr. kèlûbh.)

German (Pape)

[Seite 1458] ὁ, Käfig, Vogelbauer; bes. der Schlagbauer der Vogelsteller, κλωβούς τ' ἀμφιῤῥῶγας Antipat. 17 (VI, 109). – Verwandt κλοιός?

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
cage d'oiseau.
Étymologie: cf. κλείω, κλοιός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κλωβός -οῦ, ὁ vogelkooi.

Russian (Dvoretsky)

κλωβός:клетка для птиц Anth.

Greek (Liddell-Scott)

κλωβός: ὁ, κλωβίον πτηνῶν, Ἀνθ. Π. 6. 109. (Πρβλ. τὸ Ἑβρ. kĕlôv, kĕlûv.)

Greek Monolingual

ο (AM κλωβός)
κλουβί
νεοελλ.
1. καθετί που μοιάζει με κλουβί
2. (ηλεκτρολ.) τύπος περιέλιξης του επαγωγίμου σε έναν ασύγχρονο τριφασικό κινητήρα
3. φρ. α) (ηλεκτρολ.) «κλωβός του Φάραντεϋ» — μεταλλικό περίβλημα κατασκευασμένο από μεταλλικό έλασμα ή από πυκνό μεταλλικό πλέγμα με το οποίο επιδιώκεται η προστασία ορισμένων χώρων από τις επιδράσεις εξωτερικών ηλεκτρικών πεδίων
β) ναυτ. «κλωβός έλικας» — ο χώρος μέσα στον οποίο περιστρέφεται η έλικα του πλοίου
γ) «κλωβός φάρου» — το ανώτατο τμήμα φάρου στο οποίο υπάρχουν τα φωτιστικά μηχανήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. σημιτικής προελεύσεως, πρβλ. συρ. kәlub «κλουβί πουλιών».
ΠΑΡ. αρχ.-μσν. κλωβίον.

Greek Monotonic

κλωβός: ὁ, κλουβί πουλιού, σε Ανθ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: bird-cage (AP, Babr.), also κλουβός (POxy. 1923, 14; V-VIp [meaning uncertain], Tz., Gloss.). Dimin. κλωβίον (-ου-) small cage, twined basket (Hdn. Epim., Pap.).
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Sem.
Etymology: Semitic LW [loanword], cf. Hebr. Syr. kelūb bird-cage. Lewy Fremdw. 129 after Renan and A. Müller; cf. Grimme Glotta 14, 19, Masson, Emprunts sémit. 108 n. 4.

Middle Liddell

κλωβός, οῦ,
a bird-cage, Anth.

Frisk Etymology German

κλωβός: {klōbós}
Forms: auch κλουβός (POxy. 1923, 14; V-VIp [Bed. unsicher], Tz., Gloss.).
Grammar: m.
Meaning: Vogelkäfig (AP, Babr. u. a.),
Derivative: Demin. κλωβίον (-ου-) kleiner Käfig, Flechtkorb (Hdn. Epim., Pap.).
Etymology: Semitisches LW, vgl. hebr. syr. kelūb Vogelkäfig. Lewy Fremdw. 129 nach Renan und A. Müller; vgl. noch Grimme Glotta 14, 19.
Page 1,878

Mantoulidis Etymological

(=κλουβί). Ἴσως συγγενικό μέ τίς: κλοιός, κλείς τοῦ κλείω. Ὑποκοριστικό κλωβίον.