κωδωνοφαλαρόπωλος: Difference between revisions

From LSJ

πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kodonofalaropolos
|Transliteration C=kodonofalaropolos
|Beta Code=kwdwnofalaro/pwlos
|Beta Code=kwdwnofalaro/pwlos
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[with jingling harness]], coined by <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ra.</span>963</span>, as a parody on Aeschylus.</span>
|Definition=κωδωνοφαλαρόπωλον, [[with jingling harness]], coined by Ar.''Ra.''963, as a parody on Aeschylus.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1541.png Seite 1541]] Μέμνονες, werden bei Ar. Ran. 961 von Euripides dem Aeschylus als Beispiel seiner langen Wortzusammensetzungen vorgeworfen, Schellenglocken am Kopfschmucke der Pferde hangen habend, »mit Schellenzaumesgaulen«, Droysen.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1541.png Seite 1541]] Μέμνονες, werden bei Ar. Ran. 961 von Euripides dem Aeschylus als Beispiel seiner langen Wortzusammensetzungen vorgeworfen, Schellenglocken am Kopfschmucke der Pferde hangen habend, »mit Schellenzaumesgaulen«, Droysen.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''κωδωνοφᾰλᾰρόπωλος''': -ον, ὁ ἔχων κώδωνας ἐπὶ τῶν φαλάρων τοῦ ἵππου του, ἔχων κωδωνίζοντα χαλινόν, [[λέξις]] χαλκευθεῖσα ὑπὸ τοῦ Ἀριστοφ. ἐν Βατρ. 963, ὡς [[παρῳδία]] τοῦ Αἰσχύλου· ἴδε [[κώδων]] ἐν ἀρχ.
|btext=ος, ος;<br />[[dont les chevaux ont des grelots attachés aux harnais]].<br />'''Étymologie:''' [[κώδων]], [[φάλαρα]], [[πῶλος]].
}}
{{elnl
|elnltext=κωδωνοφαλαρόπωλος -ον [κώδων, φάλαρα, πώλος] kom. met-paarden-met-een-bel-op-hun-hoofdstel. Aristoph. Ran. 963.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ος, ος;<br />dont les chevaux ont des grelots attachés aux harnais.<br />'''Étymologie:''' [[κώδων]], [[φάλαρα]], [[πῶλος]].
|elrutext='''κωδωνοφᾰλᾰρόπωλος:''' (ирон. подражание словообразованию у трагиков) правящий конями, чья сбруя увешана колокольчиками (Κύκνοι καὶ Μέμνονες Arph.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κωδωνοφαλαρόπωλος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει κουδούνια στα [[φάλαρα]] του αλόγου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κώδων]] <span style="color: red;">+</span> [[φάλαρα]] «τα κοσμήματα που προσδένονται στο [[μέτωπο]] ή στα καλύμματα τών [[γνάθων]] τών αλόγων [[μαζί]] με τα χαλινάρια» <span style="color: red;">+</span> [[πῶλος]] «μικρό [[άλογο]], [[πουλάρι]]» ([[πρβλ]]. <i>ενδοξό</i>-<i>πωλος</i>)].
|mltxt=[[κωδωνοφαλαρόπωλος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει κουδούνια στα [[φάλαρα]] του αλόγου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κώδων]] <span style="color: red;">+</span> [[φάλαρα]] «τα κοσμήματα που προσδένονται στο [[μέτωπο]] ή στα καλύμματα τών [[γνάθων]] τών αλόγων [[μαζί]] με τα χαλινάρια» <span style="color: red;">+</span> [[πῶλος]] «μικρό [[άλογο]], [[πουλάρι]]» ([[πρβλ]]. [[ενδοξόπωλος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κωδωνοφᾰλᾰρόπωλος:''' -ον, αυτός που έχει κουδούνια στα χάμουρα του αλόγου, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''κωδωνοφᾰλᾰρόπωλος:''' -ον, αυτός που έχει κουδούνια στα χάμουρα του αλόγου, σε Αριστοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κωδωνοφᾰλᾰρόπωλος:''' (ирон. подражание словообразованию у трагиков) правящий конями, чья сбруя увешана колокольчиками (Κύκνοι καὶ Μέμνονες Arph.).
|lstext='''κωδωνοφᾰλᾰρόπωλος''': -ον, ὁ ἔχων κώδωνας ἐπὶ τῶν φαλάρων τοῦ ἵππου του, ἔχων κωδωνίζοντα χαλινόν, [[λέξις]] χαλκευθεῖσα ὑπὸ τοῦ Ἀριστοφ. ἐν Βατρ. 963, ὡς [[παρῳδία]] τοῦ Αἰσχύλου· ἴδε [[κώδων]] ἐν ἀρχ.
}}
{{elnl
|elnltext=κωδωνοφαλαρόπωλος -ον [κώδων, φάλαρα, πώλος] kom. met-paarden-met-een-bel-op-hun-hoofdstel. Aristoph. Ran. 963.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κωδωνο-φᾰλᾰρό-πωλος, ον<br />with bells on his horses' [[trappings]], Ar.
|mdlsjtxt=κωδωνο-φᾰλᾰρό-πωλος, ον<br />with bells on his horses' [[trappings]], Ar.
}}
}}

Latest revision as of 11:25, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κωδωνοφᾰλᾰρόπωλος Medium diacritics: κωδωνοφαλαρόπωλος Low diacritics: κωδωνοφαλαρόπωλος Capitals: ΚΩΔΩΝΟΦΑΛΑΡΟΠΩΛΟΣ
Transliteration A: kōdōnophalarópōlos Transliteration B: kōdōnophalaropōlos Transliteration C: kodonofalaropolos Beta Code: kwdwnofalaro/pwlos

English (LSJ)

κωδωνοφαλαρόπωλον, with jingling harness, coined by Ar.Ra.963, as a parody on Aeschylus.

German (Pape)

[Seite 1541] Μέμνονες, werden bei Ar. Ran. 961 von Euripides dem Aeschylus als Beispiel seiner langen Wortzusammensetzungen vorgeworfen, Schellenglocken am Kopfschmucke der Pferde hangen habend, »mit Schellenzaumesgaulen«, Droysen.

French (Bailly abrégé)

ος, ος;
dont les chevaux ont des grelots attachés aux harnais.
Étymologie: κώδων, φάλαρα, πῶλος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κωδωνοφαλαρόπωλος -ον [κώδων, φάλαρα, πώλος] kom. met-paarden-met-een-bel-op-hun-hoofdstel. Aristoph. Ran. 963.

Russian (Dvoretsky)

κωδωνοφᾰλᾰρόπωλος: (ирон. подражание словообразованию у трагиков) правящий конями, чья сбруя увешана колокольчиками (Κύκνοι καὶ Μέμνονες Arph.).

Greek Monolingual

κωδωνοφαλαρόπωλος, -ον (Α)
αυτός που έχει κουδούνια στα φάλαρα του αλόγου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κώδων + φάλαρα «τα κοσμήματα που προσδένονται στο μέτωπο ή στα καλύμματα τών γνάθων τών αλόγων μαζί με τα χαλινάρια» + πῶλος «μικρό άλογο, πουλάρι» (πρβλ. ενδοξόπωλος)].

Greek Monotonic

κωδωνοφᾰλᾰρόπωλος: -ον, αυτός που έχει κουδούνια στα χάμουρα του αλόγου, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

κωδωνοφᾰλᾰρόπωλος: -ον, ὁ ἔχων κώδωνας ἐπὶ τῶν φαλάρων τοῦ ἵππου του, ἔχων κωδωνίζοντα χαλινόν, λέξις χαλκευθεῖσα ὑπὸ τοῦ Ἀριστοφ. ἐν Βατρ. 963, ὡς παρῳδία τοῦ Αἰσχύλου· ἴδε κώδων ἐν ἀρχ.

Middle Liddell

κωδωνο-φᾰλᾰρό-πωλος, ον
with bells on his horses' trappings, Ar.