μαχήμων: Difference between revisions
ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=machimon | |Transliteration C=machimon | ||
|Beta Code=maxh/mwn | |Beta Code=maxh/mwn | ||
|Definition= | |Definition=μαχήμον, gen. ονος, [[warlike]], Il.12.247; [[βῶλος]], of the soil of Colchis, ''AP''4.3b.22 (Agath.). | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Latest revision as of 11:27, 25 August 2023
English (LSJ)
μαχήμον, gen. ονος, warlike, Il.12.247; βῶλος, of the soil of Colchis, AP4.3b.22 (Agath.).
French (Bailly abrégé)
ων, ον, gén. ονος;
belliqueux.
Étymologie: μάχομαι.
German (Pape)
ον, streitbar, kriegerisch, οὐ γάρ τοι κραδίη μενεδήϊος, οὐδὲ μαχήμων, Il. 12.247.
Russian (Dvoretsky)
μᾰχήμων: 2, gen. ονος воинственный, боевой (κραδίη Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
μᾰχήμων: -ον, γεν. ονος, φιλοπόλεμος, πολεμικός, Ἰλ. Μ. 247, Ἀνθ. Π. 4. 3, 68.
English (Autenrieth)
warlike, Il. 12.247†.
Greek Monolingual
μαχήμων, -ον (Α)
1. φιλοπόλεμος, μαχητικός, πολεμικός («oὐ γὰρ τοι κραδίη μενεδήϊος οὐδὲ μαχήμων», Ομ. Ιλ.)
2. (ειδικά για το έδαφος της Κολχίδας) εκεί όπου γίνονταν πολλοί πόλεμοι ή πολλές μάχες («εὐπτολέμοις σταχύεσσι μαχήμονα βῶλον ἀνοίγει», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μαχ- του μάχομαι + επίθημα -ήμων (πρβλ. ζηλήμων, θελήμων)].
Greek Monotonic
μᾰχήμων: -ον, γεν. -ονος, πολεμοχαρής, σε Ομήρ. Ιλ., Ανθ.
Middle Liddell
μᾰχήμων, ονος,
warlike, Il., Anth.