συμπλήρωμα: Difference between revisions
ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sympliroma | |Transliteration C=sympliroma | ||
|Beta Code=sumplh/rwma | |Beta Code=sumplh/rwma | ||
|Definition=ατος, τό, | |Definition=-ατος, τό, [[blocking]] or [[filling up]] of a body, Arist.''Pr.'' 901a4, Epicur.''Ep.''1p.11U. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0988.png Seite 988]] τό, was zum ganz Vollmachen oder um Vollzähligmachen gehört, Tim. Locr. 96 b. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0988.png Seite 988]] τό, was zum ganz Vollmachen oder um Vollzähligmachen gehört, Tim. Locr. 96 b. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συμπλήρωμα:''' ατος τό (результат действия)<br /><b class="num">1</b> [[восполнение]] Plat.;<br /><b class="num">2</b> [[заполнение]], [[переполнение]] Arst. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το, ΝΜΑ [[συμπληρώνω]]<br />αυτό που με την [[προσθήκη]] του συμπληρώνει, ολοκληρώνει [[κάτι]] («[[συμπλήρωμα]] τὸ Πνεῡμα τῆς Ἁγίας ὑπάρχον Τριάδος», Κύριλλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[μέρος]] βιβλίου το οποίο περιέχει παραλείψεις που έχουν επισημανθεί στο κύριο [[σώμα]] ή προσθήκες<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> σύμπλοκη [[ουσία]] του ορού του αίματος και τών εξωκυτταρικών υγρών, κύρια [[ιδιότητα]] της οποίας [[είναι]] να προσηλώνεται στα συμπλέγματα αντιγόνου-αντισώματος και να προκαλεί τη [[λύση]] ορισμένων αντιγόνων<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[συμπλήρωμα]] γωνίας»<br /><b>μαθημ.</b> η συμπληρωματική [[γωνία]]<br />β) «[[συμπλήρωμα]] ρήματος»<br /><b>γραμμ.</b> το [[αντικείμενο]] του ρήματος<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[πλήρωση]], [[εκπλήρωση]] («[[τέλος]] νόμου [[Χριστός]], τοὐτέστι, τὸ [[συμπλήρωμα]]», Ιωάνν. Χρυσ.). | |mltxt=το, ΝΜΑ [[συμπληρώνω]]<br />αυτό που με την [[προσθήκη]] του συμπληρώνει, ολοκληρώνει [[κάτι]] («[[συμπλήρωμα]] τὸ Πνεῡμα τῆς Ἁγίας ὑπάρχον Τριάδος», Κύριλλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[μέρος]] βιβλίου το οποίο περιέχει παραλείψεις που έχουν επισημανθεί στο κύριο [[σώμα]] ή προσθήκες<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> σύμπλοκη [[ουσία]] του ορού του αίματος και τών εξωκυτταρικών υγρών, κύρια [[ιδιότητα]] της οποίας [[είναι]] να προσηλώνεται στα συμπλέγματα αντιγόνου-αντισώματος και να προκαλεί τη [[λύση]] ορισμένων αντιγόνων<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[συμπλήρωμα]] γωνίας»<br /><b>μαθημ.</b> η συμπληρωματική [[γωνία]]<br />β) «[[συμπλήρωμα]] ρήματος»<br /><b>γραμμ.</b> το [[αντικείμενο]] του ρήματος<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[πλήρωση]], [[εκπλήρωση]] («[[τέλος]] νόμου [[Χριστός]], τοὐτέστι, τὸ [[συμπλήρωμα]]», Ιωάνν. Χρυσ.). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:29, 25 August 2023
English (LSJ)
-ατος, τό, blocking or filling up of a body, Arist.Pr. 901a4, Epicur.Ep.1p.11U.
German (Pape)
[Seite 988] τό, was zum ganz Vollmachen oder um Vollzähligmachen gehört, Tim. Locr. 96 b.
Russian (Dvoretsky)
συμπλήρωμα: ατος τό (результат действия)
1 восполнение Plat.;
2 заполнение, переполнение Arst.
Greek (Liddell-Scott)
συμπλήρωμα: τό, τὸ εἰς συμπλήρωσιν προστιθέμενον, Τίμ. Λοκρ. 96Β, Ἀριστ. Προβλ. 11. 18.
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ συμπληρώνω
αυτό που με την προσθήκη του συμπληρώνει, ολοκληρώνει κάτι («συμπλήρωμα τὸ Πνεῡμα τῆς Ἁγίας ὑπάρχον Τριάδος», Κύριλλ.)
νεοελλ.
1. μέρος βιβλίου το οποίο περιέχει παραλείψεις που έχουν επισημανθεί στο κύριο σώμα ή προσθήκες
2. ιατρ. σύμπλοκη ουσία του ορού του αίματος και τών εξωκυτταρικών υγρών, κύρια ιδιότητα της οποίας είναι να προσηλώνεται στα συμπλέγματα αντιγόνου-αντισώματος και να προκαλεί τη λύση ορισμένων αντιγόνων
3. φρ. α) «συμπλήρωμα γωνίας»
μαθημ. η συμπληρωματική γωνία
β) «συμπλήρωμα ρήματος»
γραμμ. το αντικείμενο του ρήματος
μσν.-αρχ.
πλήρωση, εκπλήρωση («τέλος νόμου Χριστός, τοὐτέστι, τὸ συμπλήρωμα», Ιωάνν. Χρυσ.).