ἀκαμπτόπους: Difference between revisions
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
(2) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=akamptopous | |Transliteration C=akamptopous | ||
|Beta Code=a)kampto/pous | |Beta Code=a)kampto/pous | ||
|Definition=ὁ, ἡ, | |Definition=ὁ, ἡ, [[with unbending foot]], ἐλέφαντες [[Nonnus Epicus|Nonn.]] ''[[Dionysiaca|D.]]'' 15.148. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ουν [[que no dobla el pie]] ἐλέφαντες Nonn.<i>D</i>.15.148. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀκαμπτόπους''': ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ἄκαμπτον τὸν [[πόδα]], ἐλέφαντες, Νόνν. Δ. 15. 148. | |lstext='''ἀκαμπτόπους''': ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ἄκαμπτον τὸν [[πόδα]], ἐλέφαντες, Νόνν. Δ. 15. 148. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀκαμπτόπους]] (-ποδος), ο, η (Α)<br />[[εκείνος]] που έχει άκαμπτα ή δύσκαμπτα πόδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄκαμπτος]] <span style="color: red;">+</span> [[πούς]]. | |mltxt=[[ἀκαμπτόπους]] (-ποδος), ο, η (Α)<br />[[εκείνος]] που έχει άκαμπτα ή δύσκαμπτα πόδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄκαμπτος]] <span style="color: red;">+</span> [[πούς]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ἀκαμπτόποδες ἐλέφαντες Nonn. <i>D</i>. 15.148, <i>mit unbiegsamem Fuße</i>. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:30, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ, ἡ, with unbending foot, ἐλέφαντες Nonn. D. 15.148.
Spanish (DGE)
-ουν que no dobla el pie ἐλέφαντες Nonn.D.15.148.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκαμπτόπους: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ἄκαμπτον τὸν πόδα, ἐλέφαντες, Νόνν. Δ. 15. 148.
Greek Monolingual
ἀκαμπτόπους (-ποδος), ο, η (Α)
εκείνος που έχει άκαμπτα ή δύσκαμπτα πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκαμπτος + πούς.
German (Pape)
ἀκαμπτόποδες ἐλέφαντες Nonn. D. 15.148, mit unbiegsamem Fuße.