λιμόξηρος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
m (pape replacement)
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=limoksiros
|Transliteration C=limoksiros
|Beta Code=limo/chros
|Beta Code=limo/chros
|Definition=ον, [[wasted with hunger]], Hierocl.<span class="title">Facet.</span>219- 226. Adv. -ρως <span class="title">Gloss.</span>
|Definition=λιμόξηρον, [[wasted with hunger]], Hierocl.''Facet.''219- 226. Adv. [[λιμοξήρως]] ''Glossaria''.
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 11:30, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῑμόξηρος Medium diacritics: λιμόξηρος Low diacritics: λιμόξηρος Capitals: ΛΙΜΟΞΗΡΟΣ
Transliteration A: limóxēros Transliteration B: limoxēros Transliteration C: limoksiros Beta Code: limo/chros

English (LSJ)

λιμόξηρον, wasted with hunger, Hierocl.Facet.219- 226. Adv. λιμοξήρως Glossaria.

Greek (Liddell-Scott)

λῑμόξηρος: -ον, κατάξηρος ἐκ τῆς πείνης, πεινασμένος, Φιλόγελος §§ 219-226.

Greek Monolingual

λιμόξηρος, -ον (Α)
εξαντλημένος από την ασιτία, κάτισχνος, σκελετωμένος από την πείνα.
επίρρ...
λιμοξήρως (Α)
με εξάντληση από την πείνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιμός + ξηρός (πρβλ. κατάξηρος, ολό-ξηρος)].

German (Pape)

[ῑ], hungertrocken, hungerig, Sp.