παραφύλαξ: Difference between revisions

From LSJ

τὸ λακωνίζειν πολὺ μᾶλλόν ἐστιν φιλοσοφεῖν ἢ φιλογυμναστεῖν → to behave like a Lacedaemonian is much more to love wisdom than to love gymnastics (Plato, Protagoras 342e6)

Source
(b)
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=παραφύλαξ
|Full diacritics=παραφῠ́λᾰξ
|Medium diacritics=παραφύλαξ
|Medium diacritics=παραφύλαξ
|Low diacritics=παραφύλαξ
|Low diacritics=παραφύλαξ
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=parafylaks
|Transliteration C=parafylaks
|Beta Code=parafu/lac
|Beta Code=parafu/lac
|Definition=[ῠ], ᾰκος, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">watcher, guard</b>, <span class="title">BCH</span>32.499 (Aphrodisias), Suid.s.v.<b class="b3">δεξιολάβος</b>.</span>
|Definition=[ῠ], ᾰκος, ὁ, [[watcher]], [[guard]], ''BCH''32.499 (Aphrodisias), Suid.s.v. [[δεξιολάβος]].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0507.png Seite 507]] ακος, ὁ, Wächter, Beobachter, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0507.png Seite 507]] ακος, ὁ, Wächter, Beobachter, Sp.
}}
{{ls
|lstext='''παραφύλαξ''': -ᾰκος, ὁ, ὁ [[φύλαξ]], [[φρουρός]], Σουΐδ. ἐν λ. [[δεξιολάβος]]. 2) βοηθὸς [[φύλακος]], Στουδ. 1232Β. 3) [[ἀξιωματικός]] τις ἐν ταῖς Ἀσιατικαῖς πόλεσιν, ἴδε [[παραφυλάσσω]] ΙΙΙ.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, ΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που παραφυλάει, [[φύλακας]], [[φρουρός]]<br /><b>2.</b> [[βοηθός]] φύλακα<br /><b>3.</b> [[αξιωματικός]] στις ασιατικές πόλεις, [[αρχηγός]] της φρουράς που ήταν συγκροτημένη από παραφυλακίτες.
}}
}}

Latest revision as of 11:32, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραφῠ́λᾰξ Medium diacritics: παραφύλαξ Low diacritics: παραφύλαξ Capitals: ΠΑΡΑΦΥΛΑΞ
Transliteration A: paraphýlax Transliteration B: paraphylax Transliteration C: parafylaks Beta Code: parafu/lac

English (LSJ)

[ῠ], ᾰκος, ὁ, watcher, guard, BCH32.499 (Aphrodisias), Suid.s.v. δεξιολάβος.

German (Pape)

[Seite 507] ακος, ὁ, Wächter, Beobachter, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παραφύλαξ: -ᾰκος, ὁ, ὁ φύλαξ, φρουρός, Σουΐδ. ἐν λ. δεξιολάβος. 2) βοηθὸς φύλακος, Στουδ. 1232Β. 3) ἀξιωματικός τις ἐν ταῖς Ἀσιατικαῖς πόλεσιν, ἴδε παραφυλάσσω ΙΙΙ.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ
1. αυτός που παραφυλάει, φύλακας, φρουρός
2. βοηθός φύλακα
3. αξιωματικός στις ασιατικές πόλεις, αρχηγός της φρουράς που ήταν συγκροτημένη από παραφυλακίτες.