ἐντύπωμα: Difference between revisions

From LSJ

τὰ σῦκα σῦκα, τὴν σκάφην δὲ σκάφην ὀνομάζειν → call a spade a spade | speak the truth | speak straight from the shoulder | give it straight from the shoulder | give the straight goods | not to mince matters | not to mince words | not mince words | call things by their right names | call a spade a spade and a shovel a shovel | call a shovel a shovel | call a spade a spade, not a big spoon

Source
(c2)
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=entypoma
|Transliteration C=entypoma
|Beta Code=e)ntu/pwma
|Beta Code=e)ntu/pwma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">that which is graved</b>, <b class="b3">χηλῆς ἐ</b>., of a pier, <span class="bibl">Agatharch.92</span>.</span>
|Definition=-ατος, τό, [[that which is graved]], <b class="b3">χηλῆς ἐ.</b>, of a pier, Agatharch.92.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> [[impronta]], [[imagen]] ὁ τῶν ἐν ταῖς σφραγῖσιν ἐντυπωμάτων τορευτικός Clem.Al.<i>Strom</i>.1.4.26.<br /><b class="num">2</b> [[traza]], [[estructura]] οὐ γὰρ ἔστιν οὐ λιμὴν εὔορμος ... οὐ κόλπος ἐπὶ σκέπης ... οὐ χηλῆς [[ἐντύπωμα]] no hay ni puerto cómodo para fondear ... ni golfo para protegerse ... ni traza de rompeolas</i> Agatharch.92.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0859.png Seite 859]] τό, das Eingeprägte, Gepräge, Philostr. v. Apoll. 2, 11 u. a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0859.png Seite 859]] τό, das Eingeprägte, Gepräge, Philostr. v. Apoll. 2, 11 u. a. Sp.
}}
{{ls
|lstext='''ἐντύπωμα''': τό, σκάλισμα, [[ἐγχάραγμα]], τῶν ἐν ταῖς σφραγῖσιν ἐντυπωμάτων Κλήμ. Ἀλ. 33, πρβλ. ἐκτ-. ΙΙ. [[σχῆμα]] καμπύλον ἢ κοῖλον, ἐπὶ κυματοθραύστου (μόλου), οὐ χηλῆς [[ἐντύπωμα]] Ἀγαθαρχ. ἐν τῇ Φωτ. Βιβλιοθ. 457. 30.
}}
{{grml
|mltxt=το (Α [[ἐντύπωμα]])<br />το [[αποτέλεσμα]] του [[εντυπώνω]] ([[εντυπώ]]), το [[αποτύπωμα]], το [[ίχνος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ανατ.</b> [[κοιλότητα]] [[πάνω]] στην [[επιφάνεια]] ενός οργάνου [[μέσα]] στην οποία εισχωρεί [[τμήμα]] άλλου οργάνου<br /><b>αρχ.</b><br />το [[σχήμα]] που χαράχθηκε ή αποτυπώθηκε με [[πίεση]], [[εγχάραγμα]], [[σκάλισμα]].
}}
}}

Latest revision as of 11:35, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐντῠπωμα Medium diacritics: ἐντύπωμα Low diacritics: εντύπωμα Capitals: ΕΝΤΥΠΩΜΑ
Transliteration A: entýpōma Transliteration B: entypōma Transliteration C: entypoma Beta Code: e)ntu/pwma

English (LSJ)

-ατος, τό, that which is graved, χηλῆς ἐ., of a pier, Agatharch.92.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 impronta, imagen ὁ τῶν ἐν ταῖς σφραγῖσιν ἐντυπωμάτων τορευτικός Clem.Al.Strom.1.4.26.
2 traza, estructura οὐ γὰρ ἔστιν οὐ λιμὴν εὔορμος ... οὐ κόλπος ἐπὶ σκέπης ... οὐ χηλῆς ἐντύπωμα no hay ni puerto cómodo para fondear ... ni golfo para protegerse ... ni traza de rompeolas Agatharch.92.

German (Pape)

[Seite 859] τό, das Eingeprägte, Gepräge, Philostr. v. Apoll. 2, 11 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐντύπωμα: τό, σκάλισμα, ἐγχάραγμα, τῶν ἐν ταῖς σφραγῖσιν ἐντυπωμάτων Κλήμ. Ἀλ. 33, πρβλ. ἐκτ-. ΙΙ. σχῆμα καμπύλον ἢ κοῖλον, ἐπὶ κυματοθραύστου (μόλου), οὐ χηλῆς ἐντύπωμα Ἀγαθαρχ. ἐν τῇ Φωτ. Βιβλιοθ. 457. 30.

Greek Monolingual

το (Α ἐντύπωμα)
το αποτέλεσμα του εντυπώνω (εντυπώ), το αποτύπωμα, το ίχνος
νεοελλ.
ανατ. κοιλότητα πάνω στην επιφάνεια ενός οργάνου μέσα στην οποία εισχωρεί τμήμα άλλου οργάνου
αρχ.
το σχήμα που χαράχθηκε ή αποτυπώθηκε με πίεση, εγχάραγμα, σκάλισμα.