θυμοβαρής: Difference between revisions
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=thymovaris | |Transliteration C=thymovaris | ||
|Beta Code=qumobarh/s | |Beta Code=qumobarh/s | ||
|Definition= | |Definition=θυμοβαρές, [[heavy at heart]], AP7.146 (Antip. Sid.):—fem. [[θυμοβάρεια]] ''EM''458.24. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />qui oppresse le cœur.<br />'''Étymologie:''' [[θυμός]], [[βάρος]]. | |btext=ής, ές :<br />[[qui oppresse le cœur]].<br />'''Étymologie:''' [[θυμός]], [[βάρος]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:36, 25 August 2023
English (LSJ)
θυμοβαρές, heavy at heart, AP7.146 (Antip. Sid.):—fem. θυμοβάρεια EM458.24.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui oppresse le cœur.
Étymologie: θυμός, βάρος.
German (Pape)
[ῡ], ἀρετά, mit schwerem, traurigem Herzen, Antip.Sid. 65 (VII.146). Ein fem. θυμοβάρεια steht EM. 458.26.
Russian (Dvoretsky)
θῡμοβᾰρής: с тяжелым сердцем, подавленный (θ. μύρομαι Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
θῡμοβᾰρής: -ές, βαρύς, βεβαρημένος τὴν καρδίαν, Ἀνθ. Π. 7. 146. -θηλ. -βάρεια, Ἐτυμ. Μ. 458. 24.
Greek Monolingual
θυμοβαρής, -ές (Α)
αυτός που έχει βαριά την καρδιά, βαρύθυμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο- + -βαρής (< βάρος), πρβλ. ανισοβαρής, ετεροβαρής].
Greek Monotonic
θῡμοβᾰρής: -ές (βαρύς), αυτός που έχει βαριά καρδιά, έχει βαρύθυμη διάθεση, σε Ανθ. Π.