φαωτός: Difference between revisions

From LSJ

ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστεθηρίονθεός → a man who is incapable of entering into partnership, or who is so self-sufficing that he has no need to do so, is no part of a state, so that he must be either a lower animal or a god | whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=faotos
|Transliteration C=faotos
|Beta Code=fawto/s
|Beta Code=fawto/s
|Definition=ά, όν, = [[φαιός]], [[χλαῖνα]] <span class="title">Schwyzer</span> 323 <span class="title">C</span>24 (Delph., iv B.C.).
|Definition=ά, όν, = [[φαιός]], [[χλαῖνα]] ''Schwyzer'' 323 ''C''24 (Delph., iv B.C.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α<br />[[λευκόφαιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. έχει πιθ. προέλθει από το επίθ. [[φαιός]] μέσω</i> ενός αμάρτυρου ρ. <i>φαιῶ</i> / -<i>όω</i> ([[πρβλ]]. [[ὑποφαιῶ]]) με [[υφαίρεση]] του -<i>ι</i>- ([[φαωτός]] [[αντί]] <i>φαιωτός</i>) [[προς]] [[αποφυγή]] της χασμωδίας].
|mltxt=-ή, -όν, Α<br />[[λευκόφαιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. έχει πιθ. προέλθει από το επίθ. [[φαιός]] μέσω</i> ενός αμάρτυρου ρ. <i>φαιῶ</i> / -<i>όω</i> ([[πρβλ]]. [[ὑποφαιῶ]]) με [[υφαίρεση]] του -<i>ι</i>- ([[φαωτός]] [[αντί]] <i>φαιωτός</i>) [[προς]] [[αποφυγή]] της χασμωδίας].
}}
}}

Latest revision as of 11:50, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φαωτός Medium diacritics: φαωτός Low diacritics: φαωτός Capitals: ΦΑΩΤΟΣ
Transliteration A: phaōtós Transliteration B: phaōtos Transliteration C: faotos Beta Code: fawto/s

English (LSJ)

ά, όν, = φαιός, χλαῖνα Schwyzer 323 C24 (Delph., iv B.C.).

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
λευκόφαιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει πιθ. προέλθει από το επίθ. φαιός μέσω ενός αμάρτυρου ρ. φαιῶ / -όω (πρβλ. ὑποφαιῶ) με υφαίρεση του -ι- (φαωτός αντί φαιωτός) προς αποφυγή της χασμωδίας].