καλοκαιρία: Difference between revisions
ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκής → even the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king
(6_10) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kalokairia | |Transliteration C=kalokairia | ||
|Beta Code=kalokairi/a | |Beta Code=kalokairi/a | ||
|Definition=ἡ, | |Definition=ἡ, = [[εὐετηρία]], Melamp.p.30 D., [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κᾰλοκαιρία''': ἡ, καλὴ τῶν πραγμάτων [[κατάστασις]], Μελάμπ. π. Παλμῶν 493 Franz. · ὁ δε Ἡσύχ. διὰ τῆς λέξεως [[καλοκαιρία]] ἑρμηνεύει τὸ [[εὐετηρία]]· - καλοκαιρίζω, [[διέρχομαι]] τὸ [[θέρος]], Κ. Πορφυρ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 74, 15· -καλοκαιρῐνός, ή, όν, ὡς καὶ νῦν, Ἱππιατρ. σ. 271· - καλοκαίριον, τό, ὡς καὶ νῦν, τὸ [[θέρος]], Κ. Πορφυρ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 29, Θεοφάν. 326, ἴδε Δουγάγγ. - καλοκαῖριν Πτωχοπρόδρ. 1. 68. | |lstext='''κᾰλοκαιρία''': ἡ, καλὴ τῶν πραγμάτων [[κατάστασις]], Μελάμπ. π. Παλμῶν 493 Franz. · ὁ δε Ἡσύχ. διὰ τῆς λέξεως [[καλοκαιρία]] ἑρμηνεύει τὸ [[εὐετηρία]]· - καλοκαιρίζω, [[διέρχομαι]] τὸ [[θέρος]], Κ. Πορφυρ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 74, 15· -καλοκαιρῐνός, ή, όν, ὡς καὶ νῦν, Ἱππιατρ. σ. 271· - καλοκαίριον, τό, ὡς καὶ νῦν, τὸ [[θέρος]], Κ. Πορφυρ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 29, Θεοφάν. 326, ἴδε Δουγάγγ. - καλοκαῖριν Πτωχοπρόδρ. 1. 68. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και καλοκαιριά, η (AM [[καλοκαιρία]] Μ και καλοκαιριά)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> θερινή [[εποχή]], θερινές ημέρες<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «καλοκαιριά της Παπαντής, [[μαρτιάτικος]] [[χειμώνας]]» — ο [[καλός]] [[καιρός]] [[κατά]] τη [[ημέρα]] της Υπαπαντής προοιωνίζεται [[βαρύ]] χειμώνα [[κατά]] τον Μάρτιο<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[καλός]] [[καιρός]], [[νηνεμία]] («μα ' γώ [[θωρώ]] καλοκαιριά, [[μέρα]] σιγανεμένη», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> καλή [[κατάσταση]] τών πραγμάτων<br /><b>2.</b> ευτυχισμένη [[χρονιά]], [[χρονιά]] [[μεγάλης]] καρποφορίας<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[ευετηρία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> φρ. [[καλός]] [[καιρός]]», [[κατά]] τα αφηρ. θηλ. σε -<i>ία</i>]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:53, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, = εὐετηρία, Melamp.p.30 D., Hsch.
German (Pape)
[Seite 1313] ἡ, die schöne Zeit, der Sommer, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰλοκαιρία: ἡ, καλὴ τῶν πραγμάτων κατάστασις, Μελάμπ. π. Παλμῶν 493 Franz. · ὁ δε Ἡσύχ. διὰ τῆς λέξεως καλοκαιρία ἑρμηνεύει τὸ εὐετηρία· - καλοκαιρίζω, διέρχομαι τὸ θέρος, Κ. Πορφυρ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 74, 15· -καλοκαιρῐνός, ή, όν, ὡς καὶ νῦν, Ἱππιατρ. σ. 271· - καλοκαίριον, τό, ὡς καὶ νῦν, τὸ θέρος, Κ. Πορφυρ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 29, Θεοφάν. 326, ἴδε Δουγάγγ. - καλοκαῖριν Πτωχοπρόδρ. 1. 68.
Greek Monolingual
και καλοκαιριά, η (AM καλοκαιρία Μ και καλοκαιριά)
νεοελλ.
1. θερινή εποχή, θερινές ημέρες
2. παροιμ. «καλοκαιριά της Παπαντής, μαρτιάτικος χειμώνας» — ο καλός καιρός κατά τη ημέρα της Υπαπαντής προοιωνίζεται βαρύ χειμώνα κατά τον Μάρτιο
νεοελλ.-μσν.
καλός καιρός, νηνεμία («μα ' γώ θωρώ καλοκαιριά, μέρα σιγανεμένη», Ερωτόκρ.)
αρχ.
1. καλή κατάσταση τών πραγμάτων
2. ευτυχισμένη χρονιά, χρονιά μεγάλης καρποφορίας
3. (κατά τον Ησύχ.) ευετηρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. καλός καιρός», κατά τα αφηρ. θηλ. σε -ία].