νιφοστιβής: Difference between revisions
From LSJ
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=nifostivis | |Transliteration C=nifostivis | ||
|Beta Code=nifostibh/s | |Beta Code=nifostibh/s | ||
|Definition= | |Definition=νιφοστιβές, [[piled with snow]], νιφοστιβεῖς χειμῶνες [[Sophocles|S.]]''[[Ajax|Aj.]]''670. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Latest revision as of 11:54, 25 August 2023
English (LSJ)
νιφοστιβές, piled with snow, νιφοστιβεῖς χειμῶνες S.Aj.670.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
où l'on foule la neige sous les pieds.
Étymologie: *νίψ, στείβω.
German (Pape)
ές, wo man im Schnee wandelt, νιφοστιβεῖς χειμῶνες, Soph. Aj. 655.
Russian (Dvoretsky)
νῐφοστῐβής: устилающий дорогу или устланный снегом (χειμῶνες Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
νῐφοστῐβής: -ές, πλήρης χιόνων, νιφοστιβεῖς χειμῶνες, Σοφ. Αἴ. 670· πρβλ. ἡλιοστιβής.
Greek Monolingual
νιφοστιβής, -ές (Α)
(ποιητ. τ.) (για τόπο ή χρόνο) αυτός στον οποίο βαδίζει κανείς σε χιόνι, χιονοβάδιστος, γεμάτος χιόνια («τοῦτο μὲν νιφοστιβεῖς χειμῶνες ἐκχωροῦσιν εὐκάρπῳ θέρει», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νίφα + -στιβής (< στίβος), πρβλ. χιονοστιβής].
Greek Monotonic
νῐφοστῐβής: -ές (στείβω), γεμάτος με χιόνια, σε Σοφ.
Middle Liddell
νῐφο-στῐβής, ές στείβω
piled with snow, Soph.