γυναικοπίπης: Difference between revisions

From LSJ

οἷς τὰ ὁρώμενα τὴν ἀρχὴν ἐνδίδωσι, καὶ οἷον ὑπήνεμα διὰ τῶν ὀφθαλμῶν τὰ πάθη ταῖς ψυχαῖς εἰστοξεύονται → who taketh his beginning and occasion from something which is seen, and then his passion, as though wind borne, shoots through the eyes and into the heart

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=gynaikopipis
|Transliteration C=gynaikopipis
|Beta Code=gunaikopi/phs
|Beta Code=gunaikopi/phs
|Definition=[ῑ], ου, ὁ, (ὀπιπτεύω) [[one who ogles women]], <span class="bibl">Eust.851.54</span>.
|Definition=[ῑ], ου, ὁ, ([[ὀπιπτεύω]]) [[one who ogles women]], Eust.851.54.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ [[que se come con los ojos a las mujeres]], [[mirón]] Eust.851.54, Sch.Hippon.131 (p.139).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''γῠναικοπίπης''': [ῑ], -ου, ὁ, ([[ὀπιπτεύω]]) ὁ μετ᾿ ἀσελγείας ἐμβλέπων εἰς γυναῖκας, Εὐστ. 851. 54· πρβλ. [[παρθενοπίπης]].
|lstext='''γῠναικοπίπης''': [ῑ], -ου, ὁ, ([[ὀπιπτεύω]]) ὁ μετ᾿ ἀσελγείας ἐμβλέπων εἰς γυναῖκας, Εὐστ. 851. 54· πρβλ. [[παρθενοπίπης]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ [[que se come con los ojos a las mujeres]], [[mirón]] Eust.851.54, Sch.Hippon.131 (p.139).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[γυναικοπίπης]], ο (Μ)<br />αυτός που κυνηγάει γυναίκες, ο [[γυναικάς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γυνή]], <i>γυναικός</i> <span style="color: red;">+</span> <b>πιθ.</b> <i>οπιπή</i> <span style="color: red;"><</span> <b>αρχ.</b> [[οπιπεύω]] «[[κοιτάζω]] με [[περιέργεια]], [[παρακολουθώ]] με το [[βλέμμα]]» ([[πρβλ]]. [[αρρενοπίπης]], [[παρθενοπίπης]])].
|mltxt=[[γυναικοπίπης]], ο (Μ)<br />αυτός που κυνηγάει γυναίκες, ο [[γυναικάς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γυνή]], <i>γυναικός</i> <span style="color: red;">+</span> <b>πιθ.</b> <i>οπιπή</i> <span style="color: red;"><</span> <b>αρχ.</b> [[οπιπεύω]] «[[κοιτάζω]] με [[περιέργεια]], [[παρακολουθώ]] με το [[βλέμμα]]» ([[πρβλ]]. [[αρρενοπίπης]], [[παρθενοπίπης]])].
}}
}}

Latest revision as of 11:55, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γῠναικοπίπης Medium diacritics: γυναικοπίπης Low diacritics: γυναικοπίπης Capitals: ΓΥΝΑΙΚΟΠΙΠΗΣ
Transliteration A: gynaikopípēs Transliteration B: gynaikopipēs Transliteration C: gynaikopipis Beta Code: gunaikopi/phs

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, (ὀπιπτεύω) one who ogles women, Eust.851.54.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ que se come con los ojos a las mujeres, mirón Eust.851.54, Sch.Hippon.131 (p.139).

German (Pape)

[Seite 510] ὁ, nach Weibern gaffend, Eust. Il. p. 851, 54.

Greek (Liddell-Scott)

γῠναικοπίπης: [ῑ], -ου, ὁ, (ὀπιπτεύω) ὁ μετ᾿ ἀσελγείας ἐμβλέπων εἰς γυναῖκας, Εὐστ. 851. 54· πρβλ. παρθενοπίπης.

Greek Monolingual

γυναικοπίπης, ο (Μ)
αυτός που κυνηγάει γυναίκες, ο γυναικάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γυνή, γυναικός + πιθ. οπιπή < αρχ. οπιπεύω «κοιτάζω με περιέργεια, παρακολουθώ με το βλέμμα» (πρβλ. αρρενοπίπης, παρθενοπίπης)].