λογικεύομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
m (pape replacement)
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=logikeyomai
|Transliteration C=logikeyomai
|Beta Code=logikeu/omai
|Beta Code=logikeu/omai
|Definition=to [[be merely arguing]], πρὸς ἐπίδειξιν <span class="bibl">Dam.<span class="title">Pr.</span>320</span>, cf. <span class="bibl">162</span>.
|Definition=to [[be merely arguing]], πρὸς ἐπίδειξιν Dam.''Pr.''320, cf. 162.
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 11:55, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λογῐκεύομαι Medium diacritics: λογικεύομαι Low diacritics: λογικεύομαι Capitals: ΛΟΓΙΚΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: logikeúomai Transliteration B: logikeuomai Transliteration C: logikeyomai Beta Code: logikeu/omai

English (LSJ)

to be merely arguing, πρὸς ἐπίδειξιν Dam.Pr.320, cf. 162.

Greek (Liddell-Scott)

λογῐκεύομαι: κάμνω λογικὸν συμπέρασμα, συλλογίζομαι κατὰ τοὺς κανόνας τῆς λογικῆς, Ἐκκλ. κλ., ἴδε Λοβ. Φρύν. 198.

Greek Monolingual

(AM λογικεύομαι) λογικός
σκέπτομαι λογικά, συνάγω λογικό συμπέρασμα, συλλογίζομαι ορθά και σύμφωνα με τους κανόνες της λογικής
νεοελλ.
γίνομαι λογικός, συνετός, βάζω μυαλό
αρχ.
1. προικίζω με λογική
2. διαλέγομαι, συζητώ, εκθέτω επιχειρήματα υπέρ ή κατά.

German (Pape)

einen logischen Schluß machen, Sp., vgl. Lobeck zu Phryn. 198.