μετάλλατος: Difference between revisions

From LSJ

ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → silence is evidence of unwillingness (Menander)

Source
m (pape replacement)
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=metallatos
|Transliteration C=metallatos
|Beta Code=meta/llatos
|Beta Code=meta/llatos
|Definition=Dor. for [[Μετάλλητος]], to [[be searched out]], <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>4.164</span>.
|Definition=Dor. for [[Μετάλλητος]], to [[be searched out]], Pi.''P.''4.164.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br />dont on doit se préoccuper.<br />'''Étymologie:''' [[μεταλλάω]].
|btext=α, ον :<br />[[dont on doit se préoccuper]].<br />'''Étymologie:''' [[μεταλλάω]].
}}
{{pape
|ptext=Adj. verb. zu [[μεταλλάω]].
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 30: Line 33:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[doric for μετάλλητος]<br />to be searched out, Pind.
|mdlsjtxt=[doric for μετάλλητος]<br />to be searched out, Pind.
}}
{{pape
|ptext=Adj. verb. zu [[μεταλλάω]].
}}
}}

Latest revision as of 11:57, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετάλλᾱτος Medium diacritics: μετάλλατος Low diacritics: μετάλλατος Capitals: ΜΕΤΑΛΛΑΤΟΣ
Transliteration A: metállatos Transliteration B: metallatos Transliteration C: metallatos Beta Code: meta/llatos

English (LSJ)

Dor. for Μετάλλητος, to be searched out, Pi.P.4.164.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
dont on doit se préoccuper.
Étymologie: μεταλλάω.

German (Pape)

Adj. verb. zu μεταλλάω.

Russian (Dvoretsky)

μετάλλᾱτος: дор. = *μετάλλητος.

Greek (Liddell-Scott)

μετάλλᾱτος: Δωρ. ἀντὶ μετάλλητος, μεμάντευμαι δ’ ἐπὶ Κασταλίᾳ, εἰ μετάλλατόν τι, «εἰ ἐρευνητέον τι τούτων καὶ φροντιστέον ὧν ὁ ὄνειρος καθ’ ὕπνους ὑπέθετο, τουτέστιν εἰ πρακτέον» (Σχόλ.), Πινδ. Π. 4. 291.

English (Slater)

μετάλλᾱτος (immo μεταλλατός.) to be investigated further “μεμάντευμαι δ' ἐπὶ Κασταλίᾳ, εἰ μετάλλατόν τι” (P. 4.164)

Greek Monolingual

μετάλλατος, -ον (Α) μεταλλώ
(δωρ. τ. αντί μετάλλητος)
αυτός που μπορεί να ερευνηθεί, να εξεταστεί («μεμάντευμαι δ' ἐπὶ Κασταλίᾳ εἰ μετάλλατόν τι», Πίνδ.).

Greek Monotonic

μετάλλᾱτος: Δωρ. αντί μετάλλητος, αυτός που μπορεί να διερευνηθεί, σε Πίνδ.

Middle Liddell

[doric for μετάλλητος]
to be searched out, Pind.