στιχοπλόκος: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=stichoplokos | |Transliteration C=stichoplokos | ||
|Beta Code=stixoplo/kos | |Beta Code=stixoplo/kos | ||
|Definition=ὁ, (πλέκω) | |Definition=ὁ, ([[πλέκω]]) [[versifier]], condemned by Thom.Mag.p.189 R. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΜ<br /><b>νεοελλ.</b><br />(με ειρωνική σημ.) [[ποιητής]] που γράφει στίχους ανάξιους λόγου, [[ασήμαντος]] [[ποιητής]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που πλέκει στίχους, [[στιχουργός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στίχος]] <span style="color: red;">+</span> -[[πλόκος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πλόκος]] <span style="color: red;"><</span> [[πλέκω]]), | |mltxt=ο, ΝΜ<br /><b>νεοελλ.</b><br />(με ειρωνική σημ.) [[ποιητής]] που γράφει στίχους ανάξιους λόγου, [[ασήμαντος]] [[ποιητής]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που πλέκει στίχους, [[στιχουργός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στίχος]] <span style="color: red;">+</span> -[[πλόκος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πλόκος]] <span style="color: red;"><</span> [[πλέκω]]), [[πρβλ]]. [[δολοπλόκος]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:01, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ, (πλέκω) versifier, condemned by Thom.Mag.p.189 R.
Greek (Liddell-Scott)
στῐχοπλόκος: ὁ, (πλέκω) ὁ πλέκων στίχους, στιχογράφος στιχουργός· λέξις κακόζηλος κατὰ τὸν Θωμ. Μάγιστρ. ἐν λέξ. ἰάμβων ἐργάτης· - στιχοπλοκέω, συντίθημι στίχους, Βυζ.
Greek Monolingual
ο, ΝΜ
νεοελλ.
(με ειρωνική σημ.) ποιητής που γράφει στίχους ανάξιους λόγου, ασήμαντος ποιητής
μσν.
αυτός που πλέκει στίχους, στιχουργός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στίχος + -πλόκος (< πλόκος < πλέκω), πρβλ. δολοπλόκος.