ὠκύποινος: Difference between revisions
συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=okypoinos | |Transliteration C=okypoinos | ||
|Beta Code=w)ku/poinos | |Beta Code=w)ku/poinos | ||
|Definition= | |Definition=ὠκύποινον, [[quickly avenged]], παρβασία A.''Th.''743 (lyr.). | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 12:02, 25 August 2023
English (LSJ)
ὠκύποινον, quickly avenged, παρβασία A.Th.743 (lyr.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui châtie promptement, qui amène un prompt châtiment.
Étymologie: ὠκύς, ποινή.
German (Pape)
schnell rächend, strafend, und pass., schnell bestraft, παραιβασία Aesch. Spt. 725.
Russian (Dvoretsky)
ὠκύποινος: быстро караемый (παρβασία Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ὠκύποινος: -ον, ταχέως τιμωρούμενος, παρβασία Αἰσχύλ. Θήβ. 743.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που τιμωρείται γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «γρήγορος» + -ποινος (< ποινή), πρβλ. πολύποινος].
Greek Monotonic
ὠκύποινος: -ον (ποινή), αυτός που τιμωρείται άμεσα, σε Αισχύλ.