ζαθερής: Difference between revisions

From LSJ

τὰ σῦκα σῦκα, τὴν σκάφην δὲ σκάφην ὀνομάζειν → call a spade a spade | speak the truth | speak straight from the shoulder | give it straight from the shoulder | give the straight goods | not to mince matters | not to mince words | not mince words | call things by their right names | call a spade a spade and a shovel a shovel | call a shovel a shovel | call a spade a spade, not a big spoon

Source
(CSV import)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(17 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=zatheris
|Transliteration C=zatheris
|Beta Code=zaqerh/s
|Beta Code=zaqerh/s
|Definition=ές, (θέρος) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">scorching</b>, καῦμα <span class="title">AP</span>6.120 (Leon.).</span>
|Definition=ζαθερές, ([[θέρος]]) [[scorching]], καῦμα ''AP''6.120 (Leon.).
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />[[très chaud]].<br />'''Étymologie:''' ζα-, [[θέρος]].
}}
{{elnl
|elnltext=ζαθερής -ές [ζα-, θέρος] verschroeiend. AP 6.120.2.
}}
{{elru
|elrutext='''ζᾰθερής:''' [[жаркий]], [[знойный]], [[палящий]] ([[καῦμα]] Anth.).
}}
{{grml
|mltxt=[[ζαθερής]], -ές (Α)<br />πολύ [[θερμός]], [[καυτός]], [[καυστικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ζα</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>θερης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θέρος]]), [[πρβλ]]. [[ειληθερής]], [[ηλιοθερής]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ζᾰθερής:''' -ές ([[θέρος]]), αυτός που έχει [[μεγάλη]] [[θερμότητα]], [[καυτός]], [[διάθερμος]], σε Ανθ.
}}
{{ls
|lstext='''ζᾰθερής''': -ές, ([[θέρος]]) [[λίαν]] [[καυστικός]], [[διάθερμος]], [[καῦμα]] Ἀνθ. Π. 6. 120.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ζᾰ-θερής, ές [[θέρος]]<br />[[very]] hot, [[scorching]], Anth.
}}
}}

Latest revision as of 12:04, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζᾰθερής Medium diacritics: ζαθερής Low diacritics: ζαθερής Capitals: ΖΑΘΕΡΗΣ
Transliteration A: zatherḗs Transliteration B: zatherēs Transliteration C: zatheris Beta Code: zaqerh/s

English (LSJ)

ζαθερές, (θέρος) scorching, καῦμα AP6.120 (Leon.).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
très chaud.
Étymologie: ζα-, θέρος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζαθερής -ές [ζα-, θέρος] verschroeiend. AP 6.120.2.

Russian (Dvoretsky)

ζᾰθερής: жаркий, знойный, палящий (καῦμα Anth.).

Greek Monolingual

ζαθερής, -ές (Α)
πολύ θερμός, καυτός, καυστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζα- + -θερης (< θέρος), πρβλ. ειληθερής, ηλιοθερής].

Greek Monotonic

ζᾰθερής: -ές (θέρος), αυτός που έχει μεγάλη θερμότητα, καυτός, διάθερμος, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

ζᾰθερής: -ές, (θέρος) λίαν καυστικός, διάθερμος, καῦμα Ἀνθ. Π. 6. 120.

Middle Liddell

ζᾰ-θερής, ές θέρος
very hot, scorching, Anth.