δυσπρόσβατος: Difference between revisions
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dysprosvatos | |Transliteration C=dysprosvatos | ||
|Beta Code=duspro/sbatos | |Beta Code=duspro/sbatos | ||
|Definition= | |Definition=δυσπρόσβατον, [[hard to approach]], Th.4.129, D.C.56.12. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 12:06, 25 August 2023
English (LSJ)
δυσπρόσβατον, hard to approach, Th.4.129, D.C.56.12.
Spanish (DGE)
(δυσπρόσβᾰτος) -ον
de difícil acceso λόφος Th.4.129, χωρίον Poll.1.171, πέτρα D.C.56.12.4, ὄρος D.C.Epit.8.6.1.
German (Pape)
[Seite 688] schwer zugänglich, λόφος Thuc. 4, 129 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
d'accès difficile.
Étymologie: δυσ-, προσβαίνω.
Russian (Dvoretsky)
δυσπρόσβᾰτος: малодоступный, неприступный (λόφος Thuc.).
Greek (Liddell-Scott)
δυσπρόσβᾰτος: -ον, δυσπρόσιτος, δύσβατος, Θουκ. 4. 129.
Greek Monolingual
δυσπρόσβατος, -ον (Α)
αυτός που έχει δύσκολη πρόσβαση, δυσπρόσιτος.
Greek Monotonic
δυσπρόσβᾰτος: -ον, αυτός που δύσκολα προσεγγίζεται, δύσκολος στην πρόσβαση, δυσπρόσιτος, δύσβατος, σε Θουκ.
Middle Liddell
δυσ-πρόσβᾰτος, ον
hard to approach, Thuc.