θοινάζω: Difference between revisions
From LSJ
ἀνδρῶν γὰρ σωφρόνων μέν ἐστιν, εἰ μὴ ἀδικοῖντο, ἡσυχάζειν → for it is the part of prudent men to remain quiet if they should not be wronged
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=thoinazo | |Transliteration C=thoinazo | ||
|Beta Code=qoina/zw | |Beta Code=qoina/zw | ||
|Definition=rare form for [[θοινάω]], | |Definition=rare form for [[θοινάω]], X.''Ages.''8.7, Ael.''Fr.''267. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 30: | Line 30: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[θοινάζω]], [from [[θοίνα]] = [[θοινάω]], Xen.] | |mdlsjtxt=[[θοινάζω]], [from [[θοίνα]] = [[θοινάω]], Xen.] | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=[[ἀντί]] [[θοινάω]] (=[[τρώω]] κάνω συμπόσιο). Ἀπό τό οὐσ. [[θοίνη]] (=[[φαγητό]], [[συμπόσιο]]), πού τό σχετίζουν μέ τό [[θύω]] (γιατί πρίν ἀπό [[κάθε]] συμπόσιο γινόταν [[θυσία]]).<br><b>Παράγωγα:</b> [[θοίναμα]] καί [[θοίνημα]] (=[[συμπόσιο]]), [[θοινατήρ]] – [[θοινάτωρ]] -[[θοινήτωρ]] (=αὐτός πού κάνει συμπόσιο), [[θοινατήριον]], [[θοινατικός]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:12, 25 August 2023
English (LSJ)
rare form for θοινάω, X.Ages.8.7, Ael.Fr.267.
German (Pape)
[Seite 1213] = θοινάω, Xen. Ages. 8, 7 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
c. θοινάω.
Russian (Dvoretsky)
θοινάζω: Xen. = θοινάω.
Greek (Liddell-Scott)
θοινάζω: σπάνιος τύπος ἀντὶ τοῦ θοινάω, Ξεν. Ἀγησ. 8, 7, Αἰλ. παρὰ Σουΐδ, ἐν λέξει Μάρκος Ἀπίκιος.
Greek Monolingual
θοινάζω (Α) θοίνη
σπάν. τ. του θοινώ.
Greek Monotonic
θοινάζω: = θοινάω, σε Ξεν.
Middle Liddell
θοινάζω, [from θοίνα = θοινάω, Xen.]
Mantoulidis Etymological
ἀντί θοινάω (=τρώω κάνω συμπόσιο). Ἀπό τό οὐσ. θοίνη (=φαγητό, συμπόσιο), πού τό σχετίζουν μέ τό θύω (γιατί πρίν ἀπό κάθε συμπόσιο γινόταν θυσία).
Παράγωγα: θοίναμα καί θοίνημα (=συμπόσιο), θοινατήρ – θοινάτωρ -θοινήτωρ (=αὐτός πού κάνει συμπόσιο), θοινατήριον, θοινατικός.