δείλακρος: Difference between revisions

From LSJ

Γέρων ἐραστὴς ἐσχάτη κακὴ τύχη → Senex amator ultimum infortunium → Das größte Unglück ist ein greiser Liebhaber

Menander, Monostichoi, 90
(6_4)
m (LSJ1 replacement)
 
(19 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=deilakros
|Transliteration C=deilakros
|Beta Code=dei/lakros
|Beta Code=dei/lakros
|Definition=α, ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">pitiable</b>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pl.</span>973</span>, <span class="title">Carm.Pop.</span>27.</span>
|Definition=α, ον, [[pitiable]], Ar.''Pl.''973, ''Carm.Pop.''27.
}}
{{DGE
|dgtxt=-α, -ον<br />[[desgraciado]] ἐγὼ δὲ κατακέκνισμαι δειλάκρα Ar.<i>Pl</i>.973, μὴ κακόν <σε> μέγα ποιήσῃ κἀμὲ τὰν δειλάκραν <i>Carm.Pop</i>.7.4.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0536.png Seite 536]] α, ον, höchst feig, höchst elend, Ar. Pl. 973. Das fem. bei Ath. XV, 697 c.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0536.png Seite 536]] α, ον, höchst feig, höchst elend, Ar. Pl. 973. Das fem. bei Ath. XV, 697 c.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />[[tout à fait malheureux]], [[infortuné]].<br />'''Étymologie:''' [[δειλός]], [[ἄκρος]].
}}
{{elnl
|elnltext=δείλακρος -α -ον &#91;[[δειλός]], [[ἄκρος]]] [[armzalig]].
}}
{{elru
|elrutext='''δείλακρος:''' [[глубоко несчастный]] Arph.
}}
{{grml
|mltxt=[[δείλακρος]], -α, -ον (Α)<br />[[αξιολύπητος]], [[ταλαίπωρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για δημώδη λ. με περιορισμένης εκτάσεως [[χρήση]]. Θεωρείται [[παράλληλος]] [[εκφραστικός]] τ. του [[δειλός]], παρεκτεταμένος σε -<i>ακ</i>- και με σχηματιστικό [[επίθημα]] -<i>ρο</i>- ([[πρβλ]]. [[φαλακρός]]). Κατ' άλλους, ανάγεται σε υποθετικό τ. <i>δείλαξ</i>, συνδεόμενο παρετυμολογικά με το [[άκρος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δείλακρος:''' -α, -ον, [[αξιολύπητος]], [[άξιος]] οίκτου, [[δειλός]], [[φοβητσιάρης]], σε Αριστοφ.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δείλακρος''': -α, -ον, [[λίαν]] [[οἰκτρός]], ἢ οἴκτου [[ἄξιος]], Ἀριστοφ. Πλ. 973, Ποιητὴς ἐν Bgk. Λυρ. Ἑλλ. σ. 882.
|lstext='''δείλακρος''': -α, -ον, [[λίαν]] [[οἰκτρός]], ἢ οἴκτου [[ἄξιος]], Ἀριστοφ. Πλ. 973, Ποιητὴς ἐν Bgk. Λυρ. Ἑλλ. σ. 882.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[very]] [[pitiable]], Ar.
}}
}}

Latest revision as of 12:16, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δείλακρος Medium diacritics: δείλακρος Low diacritics: δείλακρος Capitals: ΔΕΙΛΑΚΡΟΣ
Transliteration A: deílakros Transliteration B: deilakros Transliteration C: deilakros Beta Code: dei/lakros

English (LSJ)

α, ον, pitiable, Ar.Pl.973, Carm.Pop.27.

Spanish (DGE)

-α, -ον
desgraciado ἐγὼ δὲ κατακέκνισμαι δειλάκρα Ar.Pl.973, μὴ κακόν <σε> μέγα ποιήσῃ κἀμὲ τὰν δειλάκραν Carm.Pop.7.4.

German (Pape)

[Seite 536] α, ον, höchst feig, höchst elend, Ar. Pl. 973. Das fem. bei Ath. XV, 697 c.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
tout à fait malheureux, infortuné.
Étymologie: δειλός, ἄκρος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δείλακρος -α -ον [δειλός, ἄκρος] armzalig.

Russian (Dvoretsky)

δείλακρος: глубоко несчастный Arph.

Greek Monolingual

δείλακρος, -α, -ον (Α)
αξιολύπητος, ταλαίπωρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δημώδη λ. με περιορισμένης εκτάσεως χρήση. Θεωρείται παράλληλος εκφραστικός τ. του δειλός, παρεκτεταμένος σε -ακ- και με σχηματιστικό επίθημα -ρο- (πρβλ. φαλακρός). Κατ' άλλους, ανάγεται σε υποθετικό τ. δείλαξ, συνδεόμενο παρετυμολογικά με το άκρος].

Greek Monotonic

δείλακρος: -α, -ον, αξιολύπητος, άξιος οίκτου, δειλός, φοβητσιάρης, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

δείλακρος: -α, -ον, λίαν οἰκτρός, ἢ οἴκτου ἄξιος, Ἀριστοφ. Πλ. 973, Ποιητὴς ἐν Bgk. Λυρ. Ἑλλ. σ. 882.

Middle Liddell

very pitiable, Ar.