ἰσοκλινής: Difference between revisions

From LSJ

εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead

Source
(6_7)
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=isoklinis
|Transliteration C=isoklinis
|Beta Code=i)soklinh/s
|Beta Code=i)soklinh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">evenly balanced</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Mu.</span>400b28</span>.</span>
|Definition=ἰσοκλινές, [[evenly balanced]], Arist.''Mu.''400b28.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1264.png Seite 1264]] ές, von gleicher Neigung, gleichschwebend, Arist. mund. 6.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1264.png Seite 1264]] ές, von gleicher Neigung, gleichschwebend, Arist. mund. 6.
}}
{{elru
|elrutext='''ἰσοκλῐνής:''' досл. имеющий равный наклон, перен. неуклонный, неизменный ([[νόμος]] Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰσοκλῐνής''': -ές, [[ἰσόρροπος]], Ἀριστ. π. Κόσμ. 6. 36.
|lstext='''ἰσοκλῐνής''': -ές, [[ἰσόρροπος]], Ἀριστ. π. Κόσμ. 6. 36.
}}
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[ἰσοκλινής]], -ές)<br />αυτός που έχει ίση [[κλίση]], αυτός που κλίνει με όμοιο τρόπο [[προς]] όλες τις πλευρές, [[ισόρροπος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φυσ.</b> αυτός που παρουσιάζει την [[ίδια]] μαγνητική [[έγκλιση]] («ισοκλινείς γραμμές ή καμπύλες» — γραμμές [[πάνω]] σε [[χάρτη]] οι οποίες συνδέουν όλους τους τόπους ή τα [[σημεία]] που έχουν την [[ίδια]] μαγνητική [[έγκλιση]])<br /><b>2.</b> <b>(τοπογρ.)</b> αυτός που παρουσιάζει την [[ίδια]] [[κλίση]] εδάφους («ισοκλινείς γραμμές ή καμπύλες» — γραμμές που συνδέουν [[πάνω]] στο [[έδαφος]] νοητά ή [[πάνω]] σε τοπογραφικό [[χάρτη]] [[σημεία]] διαφορετικού υψομέτρου, που έχουν όμως την [[ίδια]] [[κλίση]])<br /><b>3.</b> <b>μαθ.</b> [[χαρακτηρισμός]] που αναφέρεται στον γεωμετρικό [[τόπο]] τών σημείων στα οποία τα ολοκληρώματα μιας διαφορικής εξίσωσης πρώτης τάξης έχουν μια δεδομένη [[κλίση]]<br /><b>4.</b> <b>γεωλ.</b> [[χαρακτηρισμός]] μιας πτυχής στρωμάτων της οποίας οι δύο πλευρές κλίνουν υπό ίσες γωνίες [[προς]] την [[ίδια]] [[κατεύθυνση]] και ανάλογα με τη [[θέση]] του αξονικού επιπέδου μπορεί να [[είναι]] κατακόρυφες ή με [[κλίση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το αρχ. <i>ίσοκλινής</i><span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κλινής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κλίνω]]). Το νεοελλ. [[ισοκλινής]] [[είναι]] αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. αγγλ. <i>isocline</i> <span style="color: red;"><</span> <i>is</i>- ([[πρβλ]]. <i>ἰσ</i>[[ο]]-) <span style="color: red;">+</span> -<i>cline</i> ([[πρβλ]]. -<i>κλινής</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 12:16, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσοκλῐνής Medium diacritics: ἰσοκλινής Low diacritics: ισοκλινής Capitals: ΙΣΟΚΛΙΝΗΣ
Transliteration A: isoklinḗs Transliteration B: isoklinēs Transliteration C: isoklinis Beta Code: i)soklinh/s

English (LSJ)

ἰσοκλινές, evenly balanced, Arist.Mu.400b28.

German (Pape)

[Seite 1264] ές, von gleicher Neigung, gleichschwebend, Arist. mund. 6.

Russian (Dvoretsky)

ἰσοκλῐνής: досл. имеющий равный наклон, перен. неуклонный, неизменный (νόμος Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἰσοκλῐνής: -ές, ἰσόρροπος, Ἀριστ. π. Κόσμ. 6. 36.

Greek Monolingual

-ές (Α ἰσοκλινής, -ές)
αυτός που έχει ίση κλίση, αυτός που κλίνει με όμοιο τρόπο προς όλες τις πλευρές, ισόρροπος
νεοελλ.
1. φυσ. αυτός που παρουσιάζει την ίδια μαγνητική έγκλιση («ισοκλινείς γραμμές ή καμπύλες» — γραμμές πάνω σε χάρτη οι οποίες συνδέουν όλους τους τόπους ή τα σημεία που έχουν την ίδια μαγνητική έγκλιση)
2. (τοπογρ.) αυτός που παρουσιάζει την ίδια κλίση εδάφους («ισοκλινείς γραμμές ή καμπύλες» — γραμμές που συνδέουν πάνω στο έδαφος νοητά ή πάνω σε τοπογραφικό χάρτη σημεία διαφορετικού υψομέτρου, που έχουν όμως την ίδια κλίση)
3. μαθ. χαρακτηρισμός που αναφέρεται στον γεωμετρικό τόπο τών σημείων στα οποία τα ολοκληρώματα μιας διαφορικής εξίσωσης πρώτης τάξης έχουν μια δεδομένη κλίση
4. γεωλ. χαρακτηρισμός μιας πτυχής στρωμάτων της οποίας οι δύο πλευρές κλίνουν υπό ίσες γωνίες προς την ίδια κατεύθυνση και ανάλογα με τη θέση του αξονικού επιπέδου μπορεί να είναι κατακόρυφες ή με κλίση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. ίσοκλινής< ἰσ(ο)- + -κλινής (< κλίνω). Το νεοελλ. ισοκλινής είναι αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. isocline < is- (πρβλ. ἰσο-) + -cline (πρβλ. -κλινής)].