ὁμόχρονος: Difference between revisions
οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=omochronos | |Transliteration C=omochronos | ||
|Beta Code=o(mo/xronos | |Beta Code=o(mo/xronos | ||
|Definition= | |Definition=ὁμόχρονον, [[contemporaneous]], Them.''Or.''9.128a. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0342.png Seite 342]] gleichzeitig, zu gleicher Zeit lebend, Themist. u. a. Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0342.png Seite 342]] gleichzeitig, zu gleicher Zeit lebend, Themist. u. a. Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />[[contemporain]].<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[χρόνος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὁμόχρονος''': -ον, [[σύγχρονος]], Θεμίστ. 128Α. Ἐπίρρ. -νως, Ἰω. Κλίμακ. σ. 132. | |lstext='''ὁμόχρονος''': -ον, [[σύγχρονος]], Θεμίστ. 128Α. Ἐπίρρ. -νως, Ἰω. Κλίμακ. σ. 132. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ὁμόχρονος]], -ον, Α και ὁμοχρόνιος, -ον)<br />αυτός που γίνεται ταυτοχρόνως με κάποιον [[άλλο]], [[σύγχρονος]], [[ταυτόχρονος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ισόχρονος]], ίσης [[χρονικής]] διάρκειας, που διαρκεί τον ίδιο χρόνο με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ομόχρονη [[κληρονομικότητα]]»<br /><b>βιολ.</b> [[κατά]] τον Δαρβίνο, [[μορφή]] κληρονομικότητας στην οποία ορισμένοι χαρακτήρες που μεταβιβάστηκαν εμφανίζονται στους απογόνους ακριβώς [[κατά]] την [[ηλικία]] που εμφανίστηκαν και στους προγόνους<br /><b>αρχ.</b><br />[[συνομήλικος]], [[συνηλικιώτης]], [[σύγχρονος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ομοχρόνως</i> και <i>ομόχρονα</i> (ΑΜ ὁμοχρόνως)<br />ταυτοχρόνως, συγχρόνως, [[κατά]] την [[ίδια]] [[στιγμή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[χρόνος]] ( | |mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ὁμόχρονος]], -ον, Α και ὁμοχρόνιος, -ον)<br />αυτός που γίνεται ταυτοχρόνως με κάποιον [[άλλο]], [[σύγχρονος]], [[ταυτόχρονος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ισόχρονος]], ίσης [[χρονικής]] διάρκειας, που διαρκεί τον ίδιο χρόνο με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ομόχρονη [[κληρονομικότητα]]»<br /><b>βιολ.</b> [[κατά]] τον Δαρβίνο, [[μορφή]] κληρονομικότητας στην οποία ορισμένοι χαρακτήρες που μεταβιβάστηκαν εμφανίζονται στους απογόνους ακριβώς [[κατά]] την [[ηλικία]] που εμφανίστηκαν και στους προγόνους<br /><b>αρχ.</b><br />[[συνομήλικος]], [[συνηλικιώτης]], [[σύγχρονος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ομοχρόνως</i> και <i>ομόχρονα</i> (ΑΜ ὁμοχρόνως)<br />ταυτοχρόνως, συγχρόνως, [[κατά]] την [[ίδια]] [[στιγμή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[χρόνος]] ([[πρβλ]]. [[ισόχρονος]]). Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>homochronous</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Latest revision as of 12:18, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁμόχρονον, contemporaneous, Them.Or.9.128a.
German (Pape)
[Seite 342] gleichzeitig, zu gleicher Zeit lebend, Themist. u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
contemporain.
Étymologie: ὁμός, χρόνος.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμόχρονος: -ον, σύγχρονος, Θεμίστ. 128Α. Ἐπίρρ. -νως, Ἰω. Κλίμακ. σ. 132.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ὁμόχρονος, -ον, Α και ὁμοχρόνιος, -ον)
αυτός που γίνεται ταυτοχρόνως με κάποιον άλλο, σύγχρονος, ταυτόχρονος
νεοελλ.
1. ισόχρονος, ίσης χρονικής διάρκειας, που διαρκεί τον ίδιο χρόνο με κάποιον άλλο
2. φρ. «ομόχρονη κληρονομικότητα»
βιολ. κατά τον Δαρβίνο, μορφή κληρονομικότητας στην οποία ορισμένοι χαρακτήρες που μεταβιβάστηκαν εμφανίζονται στους απογόνους ακριβώς κατά την ηλικία που εμφανίστηκαν και στους προγόνους
αρχ.
συνομήλικος, συνηλικιώτης, σύγχρονος.
επίρρ...
ομοχρόνως και ομόχρονα (ΑΜ ὁμοχρόνως)
ταυτοχρόνως, συγχρόνως, κατά την ίδια στιγμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + χρόνος (πρβλ. ισόχρονος). Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. homochronous].
Greek Monotonic
ὁμόχρονος: -ον, σύγχρονος, ταυτόχρονος.
Middle Liddell
ὁμό-χρονος, ον,
contemporaneous.