δυσπάριτος: Difference between revisions

From LSJ

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
(10)
m (LSJ1 replacement)
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dysparitos
|Transliteration C=dysparitos
|Beta Code=duspa/ritos
|Beta Code=duspa/ritos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">hard to pass</b>, <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>4.1.25</span>.</span>
|Definition=δυσπάριτον, [[hard to pass]], X.''An.''4.1.25.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[difícil de atravesar]], [[de paso difícil]] χωρίον X.<i>An</i>.4.1.25, τελματώδης τε καὶ δ. (ὁδός) Procop.<i>Aed</i>.4.8.5, cf. 5.1.3, φρούριον Procop.<i>Aed</i>.4.10.27.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0686.png Seite 686]] woran schwer vorbei zu gehen ist, [[χωρίον]] Xen. An. 4, 1, 25.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0686.png Seite 686]] woran schwer vorbei zu gehen ist, [[χωρίον]] Xen. An. 4, 1, 25.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />où l'on marche difficilement, difficile (route).<br />'''Étymologie:''' [[δυσ-]], [[πάρειμι]]².
}}
{{elru
|elrutext='''δυσπάρῐτος:''' (ᾰ) труднопроходимый ([[χωρίον]] Xen. - [[varia lectio|v.l.]] [[δυσπόριστος]] и [[δύσβατος]]).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσπάρῐτος''': -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ παρέλθῃ ἢ διαβῇ τις, Ξεν. Ἀν. 4. 1. 25.
|lstext='''δυσπάρῐτος''': -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ παρέλθῃ ἢ διαβῇ τις, Ξεν. Ἀν. 4. 1. 25.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=ος, ον :<br />où l’on marche difficilement, difficile (route).<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[πάρειμι]]².
|mltxt=[[δυσπάριτος]], -ον (Α)<br />αυτός τον οποίο δύσκολα μπορεί [[κανείς]] να περάσει ή να διαβεί.
}}
}}
{{DGE
{{lsm
|dgtxt=-ον<br />[[difícil de atravesar]], [[de paso difícil]] χωρίον X.<i>An</i>.4.1.25, τελματώδης τε καὶ δ. (ὁδός) Procop.<i>Aed</i>.4.8.5, cf. 5.1.3, φρούριον Procop.<i>Aed</i>.4.10.27.
|lsmtext='''δυσπάρῐτος:''' -ον (παριέναι), αυτός που δύσκολα περνιέται, περπατιέται, [[κακοτράχαλος]], σε Ξεν.
}}
}}
{{grml
{{mdlsj
|mltxt=[[δυσπάριτος]], -ον (Α)<br />αυτός τον οποίο δύσκολα μπορεί [[κανείς]] να περάσει ή να διαβεί.
|mdlsjtxt=[[δυσ-]]πάρῐτος, ον [παριέναι]<br />[[hard]] to [[pass]], Xen.
}}
}}

Latest revision as of 12:23, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσπάρῐτος Medium diacritics: δυσπάριτος Low diacritics: δυσπάριτος Capitals: ΔΥΣΠΑΡΙΤΟΣ
Transliteration A: dyspáritos Transliteration B: dysparitos Transliteration C: dysparitos Beta Code: duspa/ritos

English (LSJ)

δυσπάριτον, hard to pass, X.An.4.1.25.

Spanish (DGE)

-ον
difícil de atravesar, de paso difícil χωρίον X.An.4.1.25, τελματώδης τε καὶ δ. (ὁδός) Procop.Aed.4.8.5, cf. 5.1.3, φρούριον Procop.Aed.4.10.27.

German (Pape)

[Seite 686] woran schwer vorbei zu gehen ist, χωρίον Xen. An. 4, 1, 25.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
où l'on marche difficilement, difficile (route).
Étymologie: δυσ-, πάρειμι².

Russian (Dvoretsky)

δυσπάρῐτος: (ᾰ) труднопроходимый (χωρίον Xen. - v.l. δυσπόριστος и δύσβατος).

Greek (Liddell-Scott)

δυσπάρῐτος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ παρέλθῃ ἢ διαβῇ τις, Ξεν. Ἀν. 4. 1. 25.

Greek Monolingual

δυσπάριτος, -ον (Α)
αυτός τον οποίο δύσκολα μπορεί κανείς να περάσει ή να διαβεί.

Greek Monotonic

δυσπάρῐτος: -ον (παριέναι), αυτός που δύσκολα περνιέται, περπατιέται, κακοτράχαλος, σε Ξεν.

Middle Liddell

δυσ-πάρῐτος, ον [παριέναι]
hard to pass, Xen.