κατεγγύη: Difference between revisions

From LSJ

Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind

Menander, Monostichoi, 530
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kateggyi
|Transliteration C=kateggyi
|Beta Code=kateggu/h
|Beta Code=kateggu/h
|Definition=ἡ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[giving of security]], <span class="bibl">D.25.60</span>.</span>
|Definition=ἡ, [[giving of security]], D.25.60.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1393.png Seite 1393]] ἡ, die Verbürgung, Bürgschaft, ἐμπεσόντος εἰς τὸ [[δεσμωτήριον]] ἀνθρώπου πρὸς κατεγγύην Dem. 25, 60, weil er keine Bürgschaft stellen konnte.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1393.png Seite 1393]] ἡ, die Verbürgung, Bürgschaft, ἐμπεσόντος εἰς τὸ [[δεσμωτήριον]] ἀνθρώπου πρὸς κατεγγύην Dem. 25, 60, weil er keine Bürgschaft stellen konnte.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />[[cautionnement]], [[caution]].<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἐγγύη]].
}}
{{elru
|elrutext='''κατεγγύη:''' ἡ [[порука]], [[залог]], [[гарантия]] Dem.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κατεγγύη''': ἡ, ἡ [[ἐγγύησις]] ἡ [[ἀσφάλεια]], ἐμπεσόντος εἰς τὸ [[δεσμωτήριον]] πρὸς κατεγγύην ([[διότι]] δὲν ἠδύνατο τὴν ἀπαιτουμένην ἐγγύησιν ὐπὲρ τῆς δίκης νὰ δώσῃ) Δημ. 788. 18.
|lstext='''κατεγγύη''': ἡ, ἡ [[ἐγγύησις]] ἡ [[ἀσφάλεια]], ἐμπεσόντος εἰς τὸ [[δεσμωτήριον]] πρὸς κατεγγύην ([[διότι]] δὲν ἠδύνατο τὴν ἀπαιτουμένην ἐγγύησιν ὐπὲρ τῆς δίκης νὰ δώσῃ) Δημ. 788. 18.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />cautionnement, caution.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἐγγύη]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατεγγύη]], ἡ (Α)<br />[[εγγύηση]], [[εγγυοδοσία]], και ειδ. η [[εγγύηση]] που, [[κατά]] το αττ. [[δίκαιο]], ήταν υποχρεωμένος ο [[κατηγορούμενος]] να δώσει, για να [[είναι]] εξασφαλισμένη η [[πολιτεία]] ότι αυτός θα πλήρωνε το [[πρόστιμο]], αν καταδικαζόταν («πρὶν γὰρ ἐξελθεῑν ἐκ τοῦ δεσμωτηρίου, ἐμπεσόντος ἀνθρώπου τινός... πρὸς κατεγγύην», <b>Δημοσθ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἐγγύη]] «[[εγγύηση]]». Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]] όμως υποχωρητικά <span style="color: red;"><</span> <i>κατεγγυῶ</i> (<b>βλ. λ.</b> [[εγγύη]])].
|mltxt=[[κατεγγύη]], ἡ (Α)<br />[[εγγύηση]], [[εγγυοδοσία]], και ειδ. η [[εγγύηση]] που, [[κατά]] το αττ. [[δίκαιο]], ήταν υποχρεωμένος ο [[κατηγορούμενος]] να δώσει, για να [[είναι]] εξασφαλισμένη η [[πολιτεία]] ότι αυτός θα πλήρωνε το [[πρόστιμο]], αν καταδικαζόταν («πρὶν γὰρ ἐξελθεῖν ἐκ τοῦ δεσμωτηρίου, ἐμπεσόντος ἀνθρώπου τινός... πρὸς κατεγγύην», <b>Δημοσθ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἐγγύη]] «[[εγγύηση]]». Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]] όμως υποχωρητικά <span style="color: red;"><</span> <i>κατεγγυῶ</i> (<b>βλ. λ.</b> [[εγγύη]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατεγγύη:''' ἡ, [[εγγύηση]] ή [[ενέχυρο]] που αποδίδεται, σε Δημ.
|lsmtext='''κατεγγύη:''' ἡ, [[εγγύηση]] ή [[ενέχυρο]] που αποδίδεται, σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''κατεγγύη:''' ἡ порука, залог, гарантия Dem.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κατ-εγγύη, ἡ,<br />[[bail]] or [[security]] given, Dem.
|mdlsjtxt=κατ-εγγύη, ἡ,<br />[[bail]] or [[security]] given, Dem.
}}
}}

Latest revision as of 12:36, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατεγγῠη Medium diacritics: κατεγγύη Low diacritics: κατεγγύη Capitals: ΚΑΤΕΓΓΥΗ
Transliteration A: katengýē Transliteration B: katengyē Transliteration C: kateggyi Beta Code: kateggu/h

English (LSJ)

ἡ, giving of security, D.25.60.

German (Pape)

[Seite 1393] ἡ, die Verbürgung, Bürgschaft, ἐμπεσόντος εἰς τὸ δεσμωτήριον ἀνθρώπου πρὸς κατεγγύην Dem. 25, 60, weil er keine Bürgschaft stellen konnte.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
cautionnement, caution.
Étymologie: κατά, ἐγγύη.

Russian (Dvoretsky)

κατεγγύη:порука, залог, гарантия Dem.

Greek (Liddell-Scott)

κατεγγύη: ἡ, ἡ ἐγγύησιςἀσφάλεια, ἐμπεσόντος εἰς τὸ δεσμωτήριον πρὸς κατεγγύην (διότι δὲν ἠδύνατο τὴν ἀπαιτουμένην ἐγγύησιν ὐπὲρ τῆς δίκης νὰ δώσῃ) Δημ. 788. 18.

Greek Monolingual

κατεγγύη, ἡ (Α)
εγγύηση, εγγυοδοσία, και ειδ. η εγγύηση που, κατά το αττ. δίκαιο, ήταν υποχρεωμένος ο κατηγορούμενος να δώσει, για να είναι εξασφαλισμένη η πολιτεία ότι αυτός θα πλήρωνε το πρόστιμο, αν καταδικαζόταν («πρὶν γὰρ ἐξελθεῖν ἐκ τοῦ δεσμωτηρίου, ἐμπεσόντος ἀνθρώπου τινός... πρὸς κατεγγύην», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἐγγύη «εγγύηση». Κατ' άλλη άποψη όμως υποχωρητικά < κατεγγυῶ (βλ. λ. εγγύη)].

Greek Monotonic

κατεγγύη: ἡ, εγγύηση ή ενέχυρο που αποδίδεται, σε Δημ.

Middle Liddell

κατ-εγγύη, ἡ,
bail or security given, Dem.