κατεγγύη: Difference between revisions
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
(7) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(17 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kateggyi | |Transliteration C=kateggyi | ||
|Beta Code=kateggu/h | |Beta Code=kateggu/h | ||
|Definition=ἡ, <span | |Definition=ἡ, [[giving of security]], D.25.60. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1393.png Seite 1393]] ἡ, die Verbürgung, Bürgschaft, ἐμπεσόντος εἰς τὸ [[δεσμωτήριον]] ἀνθρώπου πρὸς κατεγγύην Dem. 25, 60, weil er keine Bürgschaft stellen konnte. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br />[[cautionnement]], [[caution]].<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἐγγύη]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κατεγγύη:''' ἡ [[порука]], [[залог]], [[гарантия]] Dem. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''κατεγγύη''': ἡ, ἡ [[ἐγγύησις]] ἡ [[ἀσφάλεια]], ἐμπεσόντος εἰς τὸ [[δεσμωτήριον]] πρὸς κατεγγύην ([[διότι]] δὲν ἠδύνατο τὴν ἀπαιτουμένην ἐγγύησιν ὐπὲρ τῆς δίκης νὰ δώσῃ) Δημ. 788. 18. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κατεγγύη]], ἡ (Α)<br />[[εγγύηση]], [[εγγυοδοσία]], και ειδ. η [[εγγύηση]] που, [[κατά]] το αττ. [[δίκαιο]], ήταν υποχρεωμένος ο [[κατηγορούμενος]] να δώσει, για να [[είναι]] εξασφαλισμένη η [[πολιτεία]] ότι αυτός θα πλήρωνε το [[πρόστιμο]], αν καταδικαζόταν («πρὶν γὰρ ἐξελθεῖν ἐκ τοῦ δεσμωτηρίου, ἐμπεσόντος ἀνθρώπου τινός... πρὸς κατεγγύην», <b>Δημοσθ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἐγγύη]] «[[εγγύηση]]». Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]] όμως υποχωρητικά <span style="color: red;"><</span> <i>κατεγγυῶ</i> (<b>βλ. λ.</b> [[εγγύη]])]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κατεγγύη:''' ἡ, [[εγγύηση]] ή [[ενέχυρο]] που αποδίδεται, σε Δημ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=κατ-εγγύη, ἡ,<br />[[bail]] or [[security]] given, Dem. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:36, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, giving of security, D.25.60.
German (Pape)
[Seite 1393] ἡ, die Verbürgung, Bürgschaft, ἐμπεσόντος εἰς τὸ δεσμωτήριον ἀνθρώπου πρὸς κατεγγύην Dem. 25, 60, weil er keine Bürgschaft stellen konnte.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
cautionnement, caution.
Étymologie: κατά, ἐγγύη.
Russian (Dvoretsky)
κατεγγύη: ἡ порука, залог, гарантия Dem.
Greek (Liddell-Scott)
κατεγγύη: ἡ, ἡ ἐγγύησις ἡ ἀσφάλεια, ἐμπεσόντος εἰς τὸ δεσμωτήριον πρὸς κατεγγύην (διότι δὲν ἠδύνατο τὴν ἀπαιτουμένην ἐγγύησιν ὐπὲρ τῆς δίκης νὰ δώσῃ) Δημ. 788. 18.
Greek Monolingual
κατεγγύη, ἡ (Α)
εγγύηση, εγγυοδοσία, και ειδ. η εγγύηση που, κατά το αττ. δίκαιο, ήταν υποχρεωμένος ο κατηγορούμενος να δώσει, για να είναι εξασφαλισμένη η πολιτεία ότι αυτός θα πλήρωνε το πρόστιμο, αν καταδικαζόταν («πρὶν γὰρ ἐξελθεῖν ἐκ τοῦ δεσμωτηρίου, ἐμπεσόντος ἀνθρώπου τινός... πρὸς κατεγγύην», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἐγγύη «εγγύηση». Κατ' άλλη άποψη όμως υποχωρητικά < κατεγγυῶ (βλ. λ. εγγύη)].
Greek Monotonic
κατεγγύη: ἡ, εγγύηση ή ενέχυρο που αποδίδεται, σε Δημ.