ἀνασκοπή: Difference between revisions

From LSJ

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
(1)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anaskopi
|Transliteration C=anaskopi
|Beta Code=a)naskoph/
|Beta Code=a)naskoph/
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">consideration</b>, Timo <span class="bibl">61</span>.</span>
|Definition=ἡ, [[consideration]], Timo 61.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ῆς, ἡ<br />[[consideración]], [[atención]] γραμματική, τῆς οὔ τις ἀνασκοπὴ οὐδ' [[ἀνάθρησις]] Timo 61.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0207.png Seite 207]] ἡ, Betrachtung, Untersuchung, Sext. Emp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0207.png Seite 207]] ἡ, Betrachtung, Untersuchung, Sext. Emp.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνασκοπή:''' ἡ [[рассмотрение]], [[исследование]] Sext.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνασκοπή''': ἡ, [[ἐξέτασις]], [[ἔρευνα]], Τίμων παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. πρὸς Γραμματικ. σ. 227.
|lstext='''ἀνασκοπή''': ἡ, [[ἐξέτασις]], [[ἔρευνα]], Τίμων παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. πρὸς Γραμματικ. σ. 227.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ῆς, ἡ<br />[[consideración]], [[atención]] γραμματική, τῆς οὔ τις ἀνασκοπὴ οὐδ' [[ἀνάθρησις]] Timo 61.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἀνασκοπή]])<br /><b>1.</b> λεπτομερέστερη [[εξέταση]], επανεξέταση, [[αναθεώρηση]]<br /><b>2.</b> [[αναλογισμός]] της ευθύνης, [[επιφύλαξη]], [[δισταγμός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[σκέψη]], [[στοχασμός]], [[εξέταση]], [[μελέτη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ανα</i>- <span style="color: red;">+</span> [[σκοπή]] «προσεκτική [[παρατήρηση]]» <span style="color: red;"><</span> [[σκέπτομαι]].
|mltxt=η (Α [[ἀνασκοπή]])<br /><b>1.</b> λεπτομερέστερη [[εξέταση]], επανεξέταση, [[αναθεώρηση]]<br /><b>2.</b> [[αναλογισμός]] της ευθύνης, [[επιφύλαξη]], [[δισταγμός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[σκέψη]], [[στοχασμός]], [[εξέταση]], [[μελέτη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ανα</i>- <span style="color: red;">+</span> [[σκοπή]] «προσεκτική [[παρατήρηση]]» <span style="color: red;"><</span> [[σκέπτομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνασκοπή:''' ἡ рассмотрение, исследование Sext.
}}
}}

Latest revision as of 12:37, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνασκοπή Medium diacritics: ἀνασκοπή Low diacritics: ανασκοπή Capitals: ΑΝΑΣΚΟΠΗ
Transliteration A: anaskopḗ Transliteration B: anaskopē Transliteration C: anaskopi Beta Code: a)naskoph/

English (LSJ)

ἡ, consideration, Timo 61.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
consideración, atención γραμματική, τῆς οὔ τις ἀνασκοπὴ οὐδ' ἀνάθρησις Timo 61.

German (Pape)

[Seite 207] ἡ, Betrachtung, Untersuchung, Sext. Emp.

Russian (Dvoretsky)

ἀνασκοπή:рассмотрение, исследование Sext.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνασκοπή: ἡ, ἐξέτασις, ἔρευνα, Τίμων παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. πρὸς Γραμματικ. σ. 227.

Greek Monolingual

η (Α ἀνασκοπή)
1. λεπτομερέστερη εξέταση, επανεξέταση, αναθεώρηση
2. αναλογισμός της ευθύνης, επιφύλαξη, δισταγμός
αρχ.
σκέψη, στοχασμός, εξέταση, μελέτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- + σκοπή «προσεκτική παρατήρηση» < σκέπτομαι.