τετρακίνη: Difference between revisions

From LSJ

κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils

Source
(b)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tetrakini
|Transliteration C=tetrakini
|Beta Code=tetraki/nh
|Beta Code=tetraki/nh
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[θρίδαξ]], <span class="bibl">Hippon.135</span>.</span>
|Definition=ἡ, = [[θρίδαξ]], Hippon.135.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1097.png Seite 1097]] ἡ, = [[θριδακίνη]], Hippon. bei Ath. II, 69 d.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1097.png Seite 1097]] ἡ, = [[θριδακίνη]], Hippon. bei Ath. II, 69 d.
}}
{{ls
|lstext='''τετρᾰκίνη''': [ῑ], ἡ, = [[θριδακίνη]], Ἱππῶναξ. 118. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[τετρακίνη]]· ἡ ἀγρία [[θρίδαξ]]».
}}
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br />το [[μαρούλι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για [[παραφθορά]], στην καθημερινή [[γλώσσα]] τών Αρχαίων, της λ. [[θριδακίνη]] «[[μαρούλι]]» (<span style="color: red;"><</span> [[θρίδαξ]], -<i>ακος</i>), με παρετυμολ. [[επίδραση]] τών σύνθ. λ. με α' συνθετικό <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- και του επιρρ. [[τετράκις]]. Κατ' [[άλλη]] [[υπόθεση]], αν ο τ. θεωρηθεί [[φρυγικός]], [[άποψη]] που παραδίδεται ήδη από τους Αρχαίους, το <i>τετρα</i>- του τ. θα [[πρέπει]] να αποτελεί [[απόδοση]] του <i>θidra</i>- με σημ. «[[τέσσερα]]» ενός αντίστοιχου φρυγ. τ.].
}}
}}

Latest revision as of 12:37, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρᾰκίνη Medium diacritics: τετρακίνη Low diacritics: τετρακίνη Capitals: ΤΕΤΡΑΚΙΝΗ
Transliteration A: tetrakínē Transliteration B: tetrakinē Transliteration C: tetrakini Beta Code: tetraki/nh

English (LSJ)

ἡ, = θρίδαξ, Hippon.135.

German (Pape)

[Seite 1097] ἡ, = θριδακίνη, Hippon. bei Ath. II, 69 d.

Greek (Liddell-Scott)

τετρᾰκίνη: [ῑ], ἡ, = θριδακίνη, Ἱππῶναξ. 118. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τετρακίνη· ἡ ἀγρία θρίδαξ».

Greek Monolingual

ἡ, Α
το μαρούλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για παραφθορά, στην καθημερινή γλώσσα τών Αρχαίων, της λ. θριδακίνη «μαρούλι» (< θρίδαξ, -ακος), με παρετυμολ. επίδραση τών σύνθ. λ. με α' συνθετικό τετρ(α)- και του επιρρ. τετράκις. Κατ' άλλη υπόθεση, αν ο τ. θεωρηθεί φρυγικός, άποψη που παραδίδεται ήδη από τους Αρχαίους, το τετρα- του τ. θα πρέπει να αποτελεί απόδοση του θidra- με σημ. «τέσσερα» ενός αντίστοιχου φρυγ. τ.].