χειρουργικός: Difference between revisions

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=cheirourgikos
|Transliteration C=cheirourgikos
|Beta Code=xeirourgiko/s
|Beta Code=xeirourgiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[of technical dexterity]], ἡ χ. ἐπιστήμη <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span> 1341b1</span>; <b class="b3">τὰ μὴ χ</b>. (''[[sc.]]'' <b class="b3">τῶν τεχνῶν</b>) <span class="bibl">Phld.<span class="title">Po.</span>5.2</span>; <b class="b3">χ. μέρος τῆς μουσικῆς</b> the [[practical]] part of music, i.e. [[execution]], Plu.2.1135d. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> of or for [[surgery]], <b class="b3">-κή</b> (''[[sc.]]'' [[τέχνη]]) [[surgery]], <span class="bibl">D.L.3.85</span>. Adv. -κῶς <span class="bibl">Poll.2.148</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[worked by hand]], τόξα <span class="bibl">Hero <span class="title">Bel.</span>75.5</span>.</span>
|Definition=χειρουργική, χειρουργικόν,<br><span class="bld">A</span> [[of technical dexterity]], ἡ χ. ἐπιστήμη Arist.''Pol.'' 1341b1; <b class="b3">τὰ μὴ χ.</b> (''[[sc.]]'' <b class="b3">τῶν τεχνῶν</b>) Phld.''Po.''5.2; <b class="b3">χ. μέρος τῆς μουσικῆς</b> the [[practical]] part of music, i.e. [[execution]], Plu.2.1135d.<br><span class="bld">2</span> of or for [[surgery]], ἡ [[χειρουργική]] (''[[sc.]]'' [[τέχνη]]) [[surgery]], D.L.3.85. Adv. [[χειρουργικῶς]] Poll.2.148.<br><span class="bld">II</span> [[worked by hand]], τόξα Hero ''Bel.''75.5.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 13:11, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χειρουργικός Medium diacritics: χειρουργικός Low diacritics: χειρουργικός Capitals: ΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΟΣ
Transliteration A: cheirourgikós Transliteration B: cheirourgikos Transliteration C: cheirourgikos Beta Code: xeirourgiko/s

English (LSJ)

χειρουργική, χειρουργικόν,
A of technical dexterity, ἡ χ. ἐπιστήμη Arist.Pol. 1341b1; τὰ μὴ χ. (sc. τῶν τεχνῶν) Phld.Po.5.2; χ. μέρος τῆς μουσικῆς the practical part of music, i.e. execution, Plu.2.1135d.
2 of or for surgery, ἡ χειρουργική (sc. τέχνη) surgery, D.L.3.85. Adv. χειρουργικῶς Poll.2.148.
II worked by hand, τόξα Hero Bel.75.5.

German (Pape)

[Seite 1347] ή, όν, zum Arbeiten oder Ausüben mit den Händen, zur Handarbeit gehörig, geschickt, praktisch; τὸ χειρουργικὸν μέρος τῆς μουσικῆς, der ausübende Theil der Musik, Plut. de mus. 13. – Bes. zum Wundarzt u. zu seiner Kunst gehörig, chirurgisch, ἡ χειρουργική, sc. τέχνη, die Wundarzneikunst, D. L. 3, 85, wo sie durch τέμνειν καὶ καίειν charakterisirt ist, u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne la pratique d'un art ou d'un métier.
Étymologie: χειρουργός.

Russian (Dvoretsky)

χειρουργικός:
1 ремесленный: ἡ χειρουργικὴ ἐπιστήμη Arst. мастерство;
2 практический, технический, исполнительский (τὸ χειρουργικὸν μέρος τῆς μουσικῆς Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

χειρουργικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ἔργον τῶν χειρῶν, ἡ χ. ἐπιστήμη Ἀριστ. Πολιτ. 8. 6, 3· τὸ χ. μέρος τῆς μουσικῆς, ἡ ἐκτέλεσις, Πλούτ. 2. 1135Ε. 2) ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὴν ἐν τῇ ἰατρικῇ χειρουργίαν, ἡ χειρουργικὴ (ἐξυπακ. τέχνη), Διογ. Λ. 4. 85, παρ’ ᾧ ὁρίζεται ὡς τέχνη τοῦ τέμνειν καὶ καίειν· οὕτω, τὸ χειρουργικὸν Μοσχίων·―ἐπίρρ. -κῶς, Πολυδ. Β΄, 148. ΙΙ. εἰργασμένος διὰ τῆς χειρός, Ἥρων Βελοπ. 1. 4.

Greek Monolingual

-ή, -ό / χειρουργικός, -ή, -όν, ΝΜΑ χειρουργός
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους χειρουργούς ή στις εγχειρήσεις (α. «χειρουργική επέμβαση» β. «χειρουργικά εργαλεία»)
2. το θηλ. ως ουσ. η χειρουργική
ιατρική ειδικότητα με αντικείμενο τη θεραπεία κακώσεων, παραμορφώσεων και διαφόρων άλλων παθήσεων με μηχανικές, αναίμακτες ή αιματηρές, επεμβάσεις στο ανθρώπινο σώμα
νεοελλ.
φρ. α) «πλαστική χειρουργική»
ιατρ. χειρουργική ειδικότητα με αντικείμενο την αποκατάσταση συγγενών ή επίκτητων δυσμορφιών τών εκτεθειμένων επιφανειών του σώματος και, κατ' εξοχήν, του προσώπου
β) «κοσμητική χειρουργική»
ιατρ. υποειδικότητα της πλαστικής χειρουργικής που έχει ως αντικείμενο την εξάλειψη τών εξωτερικών σημείων του γήρατος αλλά και καταστάσεων που επηρεάζουν δυσμενώς την εξωτερική εμφάνιση, κυρίως τών γυναικών
γ) «χειρουργική επέμβαση»
ιατρ. εγχείρηση
αρχ.
1. επιδέξιος, ικανός στα χέρια
2. κατασκευασμένος με το χέρι
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ χειρουργικόν
η χειρουργική.
επίρρ...
χειρουργικώς / χειρουργικῶς, ΝΑ, και χειρουργικά Ν
με εγχείρηση, με χειρουργική επέμβαση.

Greek Monotonic

χειρουργικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε εργασία των χεριών, σε Αριστ.

Middle Liddell

χειρουργικός, ή, όν
of or for handiwork, Arist.