γένεθλον: Difference between revisions
ἄμμες δὲ γ' ἐσσόμεσθα πολλῷ κάρρονες → and we shall be better by far | we shall be sometime mightier men by far than both | sometime we shall become much better than you | so we shall be, and braver far
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=genethlon | |Transliteration C=genethlon | ||
|Beta Code=ge/neqlon | |Beta Code=ge/neqlon | ||
|Definition=τό, < | |Definition=τό,<br><span class="bld">A</span> = [[γενέθλη]], [[race]], [[descent]], A.''Supp.''290.<br><span class="bld">2</span> [[offspring]], Id.''Ag.''784 (lyr.), 914, etc.; γ. Οἰταίου πατρός S.''Ph.''453; <b class="b3">τὰ θνητῶν γ.</b> the [[sons]] of men, Id.''OT''1425. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 13:11, 25 August 2023
English (LSJ)
τό,
A = γενέθλη, race, descent, A.Supp.290.
2 offspring, Id.Ag.784 (lyr.), 914, etc.; γ. Οἰταίου πατρός S.Ph.453; τὰ θνητῶν γ. the sons of men, Id.OT1425.
Spanish (DGE)
-ου, τό
1 estirpe, linaje γ. σπέρμα τε Ἀργεῖον A.Supp.290.
2 c. gen. vástago, descendiente Ἀτρέως A.A.784, Οἰταίου πατρός S.Ph.453, cf. A.A.914, E.Hipp.62, Andr.1274, Orph.H.57.3, τὰ θνητῶν ... γένεθλα la raza humana S.OT 1425.
German (Pape)
[Seite 482] τό, Abstammung, Aesch. Suppl. 287; Stamm, Geschlecht, Sprößling, Ἀτρέως, Λήδας, Ag. 758. 888; Soph. O. R. 180, u. sonst bei Tragg.; τὰ θνητῶν γένεθλα, die Menschengeschlechter, Soph. O. R. 1425; Simon. bei Plat. Prot. 346 c; auch sp. D.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 descendance;
2 descendant, rejeton : τὰ θνητῶν γένεθλα SOPH les enfants des hommes.
Étymologie: cf. γενέθλη.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γένεθλον -ου, τό [~ γενέθλη
1. afkomst, ras:. γένεθλον σπέρμα τ’ uw afkomst en oorsprong Aeschl. Suppl. 290.
2. afstammeling.
Russian (Dvoretsky)
γένεθλον: τό
1 род, происхождение (γ. σπέρμα τε Ἀργεῖον Aesch.);
2 род, племя, потомство (Λήδας Aesch.; Οἰταίου πατρός Soph.): τὰ θνητῶν γένεθλα Soph. человеческий род.
Middle Liddell
1. = γενέθλη race, descent, Aesch.
2. = γέννημα, offspring, Aesch., Soph.
Greek Monolingual
γένεθλον, το (Α)
1. γενιά, καταγωγή
2. γόνοι, απόγονοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γενε- (< γεν∂-), δισύλλαβη μορφή της ρίζας γεν- του γίγνομαι + (επίθημα) -θλο-, παράλληλος τ. του γενέθλη].
Greek Monotonic
γένεθλον: τό,
1. = γενέθλη, γένος, καταγωγή, σε Αισχύλ.
2. = γέννημα, απόγονος, τέκνον, στον ίδ., σε Σοφ.
Greek (Liddell-Scott)
γένεθλον: τό, = γενέθλη, γένος, καταγωγή, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 290. 2) = γέννημα, γόνος, ἀπόγονοι, ὁ αὐτ. Ἀγ. 784. 914, κτλ.· γ. Οἰταίου πατρὸς Σοφ. Φ. 453· τὰ θνητῶν γ., «οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων», ὁ αὐτ. Ο. Τ. 1425.