ἠθοποιία: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut

Menander, Monostichoi, 93
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ithopoiia
|Transliteration C=ithopoiia
|Beta Code=h)qopoii/a
|Beta Code=h)qopoii/a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[formation of character]], <span class="bibl">Str.2.5.26</span> (pl.), Gal.15.97. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[delineation of character]], <span class="bibl">Phld.<span class="title">Po.</span>5.9</span> (pl.), <span class="bibl">Str.14.1.41</span>, <span class="bibl">D.H.<span class="title">Lys.</span>8</span>, <span class="bibl"><span class="title">Isoc.</span>11</span> (pl.), <span class="bibl">Hermog.<span class="title">Prog.</span>9</span>, <span class="bibl">Aphth.<span class="title">Prog.</span>11</span>, etc.</span>
|Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[formation of character]], Str.2.5.26 (pl.), Gal.15.97.<br><span class="bld">II</span> [[delineation of character]], Phld.''Po.''5.9 (pl.), Str.14.1.41, D.H.''Lys.''8, ''Isoc.''11 (pl.), Hermog.''Prog.''9, Aphth.''Prog.''11, etc.
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 13:13, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠθοποιία Medium diacritics: ἠθοποιία Low diacritics: ηθοποιία Capitals: ΗΘΟΠΟΙΙΑ
Transliteration A: ēthopoiía Transliteration B: ēthopoiia Transliteration C: ithopoiia Beta Code: h)qopoii/a

English (LSJ)

ἡ,
A formation of character, Str.2.5.26 (pl.), Gal.15.97.
II delineation of character, Phld.Po.5.9 (pl.), Str.14.1.41, D.H.Lys.8, Isoc.11 (pl.), Hermog.Prog.9, Aphth.Prog.11, etc.

Greek (Liddell-Scott)

ἠθοποιία: ἡ, μόρφωσις χαρακτῆρος, ἤθους, Στράβ. 648· ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. 128. ΙΙ. διαγραφὴ χαρακτῆρος, Διον. Ἁλ. π. Λυσ. 8.

Greek Monolingual

η (AM ἠθοποιία) ηθοποιός
1. μόρφωση ήθους, διαμόρφωση χαρακτήρα, ηθική εκπαίδευση
2. η μίμηση και αναπαράσταση ηθών και χαρακτήρων
νεοελλ.
1. η τέχνη του ηθοποιού, του θεατρικού υποκριτή, ο οποίος υποδύεται κάποιο πρόσωπο και εκφράζει τα διανοήματα ή τα συναισθήματά του με τον λόγο ή με μιμητικές κινήσεις
2. συνεκδ. ο τρόπος με τον οποίο υποδύεται τον ρόλο του ένας ηθοποιός, το παίξιμο
3. η έντεχνη και προσποιητή εκδήλωση συναισθημάτων τα οποία στην πραγματικότητα δεν αισθάνεται αυτός που τά εκδηλώνει
4. ακριβής και σαφής χαρακτηρισμός προσώπου ή πράγματος με τρόπο που προκαλεί την προσοχή του ακροατή
μσν.
ηθική διδασκαλία
μσν.-αρχ.
(ρητ.) η απόδοση, η μεταφορά τών λόγων ή τών πράξεων ενός προσώπου σε κάποιο άλλο.