ὀστίτης: Difference between revisions
Μήποτε λάβῃς γυναῖκας εἰς συμβουλίαν → Consilia versas? Noli admittere mulierem → Zieh niemals Frauen zur Beratung mit hinzu
(b) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ostitis | |Transliteration C=ostitis | ||
|Beta Code=o)sti/ths | |Beta Code=o)sti/ths | ||
|Definition=[ | |Definition=[ῑ], ου, ὁ, in or [[of the bones]], <b class="b3">μυελὸς ὀ.</b> Ruf.''Onom.''217. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0400.png Seite 400]] [[μυελός]], ὁ, Knochenmark, sp. Medic. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0400.png Seite 400]] [[μυελός]], ὁ, Knochenmark, sp. Medic. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ὀστίτης''': -ου, ὁ ἐντὸς τῶν ὀστῶν, ὁ ἀνήκων εἰς τὰ ὀστᾶ, μυελὸς ὀστ. Ροῦφ. Ἐφέσ. σ. 43 Clinch. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (Α [[ὀστίτης]])<br /><b>ως επίθ.</b> αυτός που ανήκει στα οστά ή αυτός που εμπεριέχεται σ' αυτά («[[οστίτης]] [[μυελός]]» — οργανική [[ουσία]] που βρίσκεται [[μέσα]] στην [[κοιλότητα]] τών οστών)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[οστίτης]] [[ιστός]]»<br /><b>(ιστολ.)</b> διαφοροποιημένος [[συνδετικός]] [[ιστός]] που αποτελείται από κύτταρα, τους οστεοβλάστες, και από διάμεση θεμέλια [[ουσία]], την [[οστεΐνη]], στην οποία εναποτίθεται με τη [[δράση]] τών οστεοβλαστών φθοριούχο φωσφορικό ασβέστιο και σχηματίζεται το [[οστό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀστέον]] / [[ὀστοῦν]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]], με [[αφαίρεση]] της κατάλ. -<i>έον</i> ([[πρβλ]]. [[χονδρίτης]])]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:16, 25 August 2023
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ, in or of the bones, μυελὸς ὀ. Ruf.Onom.217.
German (Pape)
[Seite 400] μυελός, ὁ, Knochenmark, sp. Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ὀστίτης: -ου, ὁ ἐντὸς τῶν ὀστῶν, ὁ ἀνήκων εἰς τὰ ὀστᾶ, μυελὸς ὀστ. Ροῦφ. Ἐφέσ. σ. 43 Clinch.
Greek Monolingual
ο (Α ὀστίτης)
ως επίθ. αυτός που ανήκει στα οστά ή αυτός που εμπεριέχεται σ' αυτά («οστίτης μυελός» — οργανική ουσία που βρίσκεται μέσα στην κοιλότητα τών οστών)
νεοελλ.
φρ. «οστίτης ιστός»
(ιστολ.) διαφοροποιημένος συνδετικός ιστός που αποτελείται από κύτταρα, τους οστεοβλάστες, και από διάμεση θεμέλια ουσία, την οστεΐνη, στην οποία εναποτίθεται με τη δράση τών οστεοβλαστών φθοριούχο φωσφορικό ασβέστιο και σχηματίζεται το οστό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + κατάλ. -ίτης, με αφαίρεση της κατάλ. -έον (πρβλ. χονδρίτης)].