χρειώδης: Difference between revisions

From LSJ

διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing

Source
(4b)
m (LSJ1 replacement)
 
(17 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=chreiodis
|Transliteration C=chreiodis
|Beta Code=xreiw/dhs
|Beta Code=xreiw/dhs
|Definition=ες, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">needful</b>, Phld.<span class="title">D.</span>3<span class="title">Fr.</span>87, <span class="bibl">Ph.2.23</span>, <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span>5.5.8</span>, Ruf. ap. <span class="bibl">Orib.8.24.7</span>, <span class="bibl">Ael.<span class="title">Tact.</span>34.1</span>; τισι Crantor ap.S.E.<span class="title">M</span>11.53, Plu.2.724e; τὸ χ. <b class="b2">necessity</b>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Am.</span>38</span>; τὸ ἀναγκαῖον καὶ χ. Plu.2.1118b; <b class="b3">ἐν πᾶσιν τοῖς χριώδεσιν</b> (sic) τῆς πατρίδος <span class="title">IG</span>4.716.13 (Hermione); <b class="b3">χ. ἀπόφθεγμα</b>, = [[χρεία]] v, <span class="bibl">D.L.4.47</span>: Comp. and Sup., <b class="b3">-έστερος, -έστατος</b>, <span class="bibl">Ael.<span class="title">Tact.</span>1.7</span>: Comp., <span class="bibl">Hld.6.11</span>: Sup., Ps.-Luc. <span class="title">Philopatr.</span>19. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">in need of</b>, τἄλλα ὧν ὁ ἀνθρώπινος βίος χρειώδης Ph. ap. <span class="bibl">Eus.<span class="title">PE</span>8.11</span>: abs., of parts of the body, <b class="b2">needy</b>, opp. <b class="b3">ἐνεργά</b> (productive), Mnesith. ap. <span class="bibl">Steph.<span class="title">in Gal.</span>1.241D.</span>; <b class="b2">deficient</b>, τὸ χ. <span class="title">Corp.Herm.</span>18.6.</span>
|Definition=χρειῶδες,<br><span class="bld">A</span> [[needful]], Phld.''D.''3''Fr.''87, Ph.2.23, J.''BJ''5.5.8, Ruf. ap. Orib.8.24.7, Ael.''Tact.''34.1; τισι Crantor ap.S.E.''M''11.53, Plu.2.724e; τὸ χ. [[necessity]], Luc.''Am.''38; τὸ ἀναγκαῖον καὶ χ. Plu.2.1118b; <b class="b3">ἐν πᾶσιν τοῖς χριώδεσιν</b> (sic) τῆς πατρίδος ''IG''4.716.13 (Hermione); <b class="b3">χ. ἀπόφθεγμα</b>, = [[χρεία]] v, D.L.4.47: Comp. and Sup., χρειωδέστερος, χρειωδέστατος, Ael.''Tact.''1.7: Comp., Hld.6.11: Sup., Ps.-Luc. ''Philopatr.''19.<br><span class="bld">II</span> [[in need of]], τἄλλα ὧν ὁ ἀνθρώπινος βίος χρειώδης Ph. ap. Eus.''PE''8.11: abs., of parts of the body, [[needy]], opp. [[ἐνεργά]] (productive), Mnesith. ap. Steph.''in Gal.''1.241D.; [[deficient]], τὸ χ. ''Corp.Herm.''18.6.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες:<br />utile, profitable, avantageux à, τινι ; τὸ χρειῶδες l'utile;<br /><i>Sp.</i> χρειωδέστατος.<br />'''Étymologie:''' [[χρεία]], -ωδης.
}}
{{pape
|ptext=ες,<br><b class="num">1</b> <i>von brauchbarer, [[nützlicher]] Art, [[Beschaffenheit]], nütze</i>, τὸ χρειῶδες εἰκέτω τῇ ἀνάγκῃ Luc. <i>Amor</i>. 38; Plut. <i>Lyc</i>. 5.<br><b class="num">2</b> <i>[[nötig]], [[notwendig]]</i>; τὰ χρειώδη Plut. <i>Mar</i>. 42; S.Emp. <i>adv.mus</i>. 29 und andere Spätere
}}
{{elru
|elrutext='''χρειώδης:'''<br /><b class="num">1</b> [[полезный]] Plut., Luc.;<br /><b class="num">2</b> [[нужный]], [[необходимый]] Plut., Sext.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''χρειώδης''': -ες, ὁ [[χρήσιμος]] ἢ [[ἀναγκαῖος]] τὴν φύσιν, [[συχν]]. παρὰ τοῖς γραμματικοῖς· τινὶ Πλούτ. 2. 724Ε· τὸ χρειῶδες, ἡ [[χρησιμότης]], Λουκ. Ἔρωτ. 38· τὸ [[ἀναγκαῖον]] καὶ χρειῶδες Πλούτ. 2. 1018C· ἐν πᾶσι τοῖς χρειώδεσι τῆς πατρίδος Συλλ. Ἐπιγρ. 1223· χρ. [[ἀπόφθεγμα]] = [[χρεία]] Ι. 4, Διογ. Λ. 4. 47· ὑπερθετ. -έστατος Ψευδολουκ. Φιλόπ. 19.
|lstext='''χρειώδης''': -ες, ὁ [[χρήσιμος]] ἢ [[ἀναγκαῖος]] τὴν φύσιν, συχν. παρὰ τοῖς γραμματικοῖς· τινὶ Πλούτ. 2. 724Ε· τὸ χρειῶδες, ἡ [[χρησιμότης]], Λουκ. Ἔρωτ. 38· τὸ [[ἀναγκαῖον]] καὶ χρειῶδες Πλούτ. 2. 1018C· ἐν πᾶσι τοῖς χρειώδεσι τῆς πατρίδος Συλλ. Ἐπιγρ. 1223· χρ. [[ἀπόφθεγμα]] = [[χρεία]] Ι. 4, Διογ. Λ. 4. 47· ὑπερθετ. -έστατος Ψευδολουκ. Φιλόπ. 19.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />utile, profitable, avantageux à, τινι ; τὸ χρειῶδες l’utile;<br /><i>Sp.</i> χρειωδέστατος.<br />'''Étymologie:''' [[χρεία]], -ωδης.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες / [[χρειώδης]], -ῶδες, ΝΑ [[χρεία]]<br />[[χρήσιμος]], [[αναγκαίος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα χρειώδη</i><br />α) όσα απαιτούνται για την [[επιτέλεση]] ενός έργου, τα χρειαζούμενα<br />β) <b>(οικον.)</b> τα [[αγαθά]] και οι υπηρεσίες που [[είναι]] αναγκαία για [[κατανάλωση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[μέλος]] του σώματος) αυτός που για τη σωστή [[λειτουργία]] του απαιτείται η ταυτόχρονη [[λειτουργία]] άλλου ή άλλων μελών<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ χρειῶδες</i><br />η [[χρησιμότητα]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «χρειῶδες [[ἀπόφθεγμα]]» — γνωστό [[απόφθεγμα]] το οποίο αναπτύσσει [[ένας]] [[συγγραφέας]] σύμφωνα με ορισμένους κανόνες (Διογ. Λαέρ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[χρειωδῶς]] Α<br />κατ' ανάγκην ή με χρήσιμο τρόπο.
|mltxt=-ες / [[χρειώδης]], -ῶδες, ΝΑ [[χρεία]]<br />[[χρήσιμος]], [[αναγκαίος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα χρειώδη</i><br />α) όσα απαιτούνται για την [[επιτέλεση]] ενός έργου, τα χρειαζούμενα<br />β) <b>(οικον.)</b> τα [[αγαθά]] και οι υπηρεσίες που [[είναι]] αναγκαία για [[κατανάλωση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[μέλος]] του σώματος) αυτός που για τη σωστή [[λειτουργία]] του απαιτείται η ταυτόχρονη [[λειτουργία]] άλλου ή άλλων μελών<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ χρειῶδες</i><br />η [[χρησιμότητα]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «χρειῶδες [[ἀπόφθεγμα]]» — γνωστό [[απόφθεγμα]] το οποίο αναπτύσσει [[ένας]] [[συγγραφέας]] σύμφωνα με ορισμένους κανόνες (Διογ. Λαέρ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[χρειωδῶς]] Α<br />κατ' ανάγκην ή με χρήσιμο τρόπο.
}}
{{elru
|elrutext='''χρειώδης:''' <b class="num">1)</b> полезный Plut., Luc.;<br /><b class="num">2)</b> нужный, необходимый Plut., Sext.
}}
}}

Latest revision as of 06:29, 26 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρειώδης Medium diacritics: χρειώδης Low diacritics: χρειώδης Capitals: ΧΡΕΙΩΔΗΣ
Transliteration A: chreiṓdēs Transliteration B: chreiōdēs Transliteration C: chreiodis Beta Code: xreiw/dhs

English (LSJ)

χρειῶδες,
A needful, Phld.D.3Fr.87, Ph.2.23, J.BJ5.5.8, Ruf. ap. Orib.8.24.7, Ael.Tact.34.1; τισι Crantor ap.S.E.M11.53, Plu.2.724e; τὸ χ. necessity, Luc.Am.38; τὸ ἀναγκαῖον καὶ χ. Plu.2.1118b; ἐν πᾶσιν τοῖς χριώδεσιν (sic) τῆς πατρίδος IG4.716.13 (Hermione); χ. ἀπόφθεγμα, = χρεία v, D.L.4.47: Comp. and Sup., χρειωδέστερος, χρειωδέστατος, Ael.Tact.1.7: Comp., Hld.6.11: Sup., Ps.-Luc. Philopatr.19.
II in need of, τἄλλα ὧν ὁ ἀνθρώπινος βίος χρειώδης Ph. ap. Eus.PE8.11: abs., of parts of the body, needy, opp. ἐνεργά (productive), Mnesith. ap. Steph.in Gal.1.241D.; deficient, τὸ χ. Corp.Herm.18.6.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
utile, profitable, avantageux à, τινι ; τὸ χρειῶδες l'utile;
Sp. χρειωδέστατος.
Étymologie: χρεία, -ωδης.

German (Pape)

ες,
1 von brauchbarer, nützlicher Art, Beschaffenheit, nütze, τὸ χρειῶδες εἰκέτω τῇ ἀνάγκῃ Luc. Amor. 38; Plut. Lyc. 5.
2 nötig, notwendig; τὰ χρειώδη Plut. Mar. 42; S.Emp. adv.mus. 29 und andere Spätere

Russian (Dvoretsky)

χρειώδης:
1 полезный Plut., Luc.;
2 нужный, необходимый Plut., Sext.

Greek (Liddell-Scott)

χρειώδης: -ες, ὁ χρήσιμοςἀναγκαῖος τὴν φύσιν, συχν. παρὰ τοῖς γραμματικοῖς· τινὶ Πλούτ. 2. 724Ε· τὸ χρειῶδες, ἡ χρησιμότης, Λουκ. Ἔρωτ. 38· τὸ ἀναγκαῖον καὶ χρειῶδες Πλούτ. 2. 1018C· ἐν πᾶσι τοῖς χρειώδεσι τῆς πατρίδος Συλλ. Ἐπιγρ. 1223· χρ. ἀπόφθεγμα = χρεία Ι. 4, Διογ. Λ. 4. 47· ὑπερθετ. -έστατος Ψευδολουκ. Φιλόπ. 19.

Greek Monolingual

-ες / χρειώδης, -ῶδες, ΝΑ χρεία
χρήσιμος, αναγκαίος
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα χρειώδη
α) όσα απαιτούνται για την επιτέλεση ενός έργου, τα χρειαζούμενα
β) (οικον.) τα αγαθά και οι υπηρεσίες που είναι αναγκαία για κατανάλωση
αρχ.
1. (για μέλος του σώματος) αυτός που για τη σωστή λειτουργία του απαιτείται η ταυτόχρονη λειτουργία άλλου ή άλλων μελών
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ χρειῶδες
η χρησιμότητα
3. φρ. «χρειῶδες ἀπόφθεγμα» — γνωστό απόφθεγμα το οποίο αναπτύσσει ένας συγγραφέας σύμφωνα με ορισμένους κανόνες (Διογ. Λαέρ.).
επίρρ...
χρειωδῶς Α
κατ' ανάγκην ή με χρήσιμο τρόπο.