λοιμώδης: Difference between revisions
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=loimodis | |Transliteration C=loimodis | ||
|Beta Code=loimw/dhs | |Beta Code=loimw/dhs | ||
|Definition= | |Definition=λοιμῶδες, [[pestilential]], <b class="b3">λ. νόσος</b> [[plague]], Hp.''Acut.''5, Th.1.23, Ph.1.408, al.; ἔτος λ. Arist.''Pr.''862a5. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης, ες:<br />[[pestilentiel]], [[contagieux]].<br />'''Étymologie:''' [[λοιμός]], -ωδης. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ες, <i>pest-, [[seuchenartig]]</i>; Thuc. 1.23; Plut. und andere Spätere | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λοιμώδης:''' [[чумный]] ([[νόσος]] Thuc.; [[ἔτος]] Arst.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λοιμώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς λοιμόν, [[ὀλέθριος]], ἡ λ. [[νόσος]], ὁ [[λοιμός]], ἡ [[πανώλης]], Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 384, 840F, Θουκ. 1. 23· [[ἔτος]] λ. Ἀριστ. Προβλ. 1. 21. | |lstext='''λοιμώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς λοιμόν, [[ὀλέθριος]], ἡ λ. [[νόσος]], ὁ [[λοιμός]], ἡ [[πανώλης]], Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 384, 840F, Θουκ. 1. 23· [[ἔτος]] λ. Ἀριστ. Προβλ. 1. 21. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 21: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λοιμώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), όμοιος με το λοιμό, [[ολέθριος]], ἡ [[λοιμώδης]] [[νόσος]], [[λοιμός]], [[πανούκλα]], σε Θουκ. | |lsmtext='''λοιμώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), όμοιος με το λοιμό, [[ολέθριος]], ἡ [[λοιμώδης]] [[νόσος]], [[λοιμός]], [[πανούκλα]], σε Θουκ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Latest revision as of 06:29, 26 August 2023
English (LSJ)
λοιμῶδες, pestilential, λ. νόσος plague, Hp.Acut.5, Th.1.23, Ph.1.408, al.; ἔτος λ. Arist.Pr.862a5.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
pestilentiel, contagieux.
Étymologie: λοιμός, -ωδης.
German (Pape)
ες, pest-, seuchenartig; Thuc. 1.23; Plut. und andere Spätere
Russian (Dvoretsky)
λοιμώδης: чумный (νόσος Thuc.; ἔτος Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
λοιμώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς λοιμόν, ὀλέθριος, ἡ λ. νόσος, ὁ λοιμός, ἡ πανώλης, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 384, 840F, Θουκ. 1. 23· ἔτος λ. Ἀριστ. Προβλ. 1. 21.
Greek Monolingual
-ες (AM λοιμώδης, -ώδες) λοιμός
(για νόσο) αυτός που συνοδεύεται από συμπτώματα λοιμού, αυτός που μοιάζει με λοιμό, θανατηφόρος («βλάψασα καὶ μέρος τι φθείρασα ἡ λοιμώδης νόσος», Θουκ.)
νεοελλ.
φρ. «λοιμώδης νόσος» — νόσος που μεταδίδεται με μικροοργανισμούς, εμφανίζει συνήθως οξεία εξέλιξη και μεταβάλλει σε πηγή μόλυνσης τον πάσχοντα, από τον οποίο μπορεί να μεταδοθεί και να προσβληθεί ομαδικά και απότομα μεγάλος αριθμός άλλων ατόμων
νεοελλ.-μσν.
αυτός που μπορεί να προκαλέσει λοιμό, μεταδοτικός, μολυσματικός.
Greek Monotonic
λοιμώδης: -ες (εἶδος), όμοιος με το λοιμό, ολέθριος, ἡ λοιμώδης νόσος, λοιμός, πανούκλα, σε Θουκ.
Middle Liddell
λοιμ-ώδης, ες εἶδος
like plague, pestilential, ἡ λ. νόσος the plague, Thuc.