ὀνοματώδης: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht

Menander, Monostichoi, 237
m (LSJ1 replacement)
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=onomatodis
|Transliteration C=onomatodis
|Beta Code=o)nomatw/dhs
|Beta Code=o)nomatw/dhs
|Definition=ὀνοματώδες, [[of the nature of a name]]: <b class="b3">λόγος ὀ.</b> a [[nominal]] definition, Arist.''AP''0.93b31.
|Definition=ὀνοματῶδες, [[of the nature of a name]]: <b class="b3">λόγος ὀ.</b> a [[nominal]] definition, Arist.''AP''0.93b31.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 06:29, 26 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνομᾰτώδης Medium diacritics: ὀνοματώδης Low diacritics: ονοματώδης Capitals: ΟΝΟΜΑΤΩΔΗΣ
Transliteration A: onomatṓdēs Transliteration B: onomatōdēs Transliteration C: onomatodis Beta Code: o)nomatw/dhs

English (LSJ)

ὀνοματῶδες, of the nature of a name: λόγος ὀ. a nominal definition, Arist.AP0.93b31.

German (Pape)

[Seite 349] ες, namenartig, substantivisch, Arist. an. post. 2, 10 u. Sp.

Russian (Dvoretsky)

ὀνομᾰτώδης: похожий на название, имеющий характер имени: λόγος ὀ. Arst. номинальное высказывание, т. е. определение через раскрытие того, что содержится в самом названии.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνομᾰτώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς ὄνομα, λόγος ὀνοματώδης, ὁρισμὸς ὀνοματικός, Ἀριστ. Ἀναλ. Ὕστ. 2. 10, 2.

Greek Monolingual

-ες (Α ὀνοματώδης, -ῶδες) όνομα
1. ο κατά το είδος, κατά τη μορφή του ονόματος, της λέξης
2. φρ. «ὀνοματώδης ὁρισμός» — ορισμός που απορρέει από την ετυμολογική μόνον υφή της λέξης, επομένως ατελής, διότι δεν περιέχει το ουσιώδες περιεχόμενο της αντίστοιχης έννοιας, λ.χ. μεγαλοψυχία σημαίνει το να έχει κανείς μεγάλη ψυχή
αρχ.
αυτός που είναι όμοιος με όνομα, ονοματικός.